εἰσκομίζω: Difference between revisions
(6_13b) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εἰσκομίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, [[κομίζω]] [[ἐντός]], [[κομίζω]] εἰς τὴν οἰκίαν, [[χόρτον]] δ’ ἐσκομίσαι Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 604, Αἰσχύλ. Ἀγ. 951, κτλ.: - Μέσ., [[κομίζω]] ἐντὸς δι’ ἐμαυτόν, τὰ ἐξ ἀγρῶν ἐσκομίζεσθαι Θουκ. 2. 13: [[εἰσάγω]], ἐπὶ ἐμπορευμάτων κτλ., ὁ αὐτ. 1. 117: - Παθ., εἰσκομίζεσθαι εἰς τόπον τινά, καταφεύγειν εἴς τινα τόπον ἀσφαλείας [[χάριν]], ὁ αὐτ. 2. 200. | |lstext='''εἰσκομίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, [[κομίζω]] [[ἐντός]], [[κομίζω]] εἰς τὴν οἰκίαν, [[χόρτον]] δ’ ἐσκομίσαι Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 604, Αἰσχύλ. Ἀγ. 951, κτλ.: - Μέσ., [[κομίζω]] ἐντὸς δι’ ἐμαυτόν, τὰ ἐξ ἀγρῶν ἐσκομίζεσθαι Θουκ. 2. 13: [[εἰσάγω]], ἐπὶ ἐμπορευμάτων κτλ., ὁ αὐτ. 1. 117: - Παθ., εἰσκομίζεσθαι εἰς τόπον τινά, καταφεύγειν εἴς τινα τόπον ἀσφαλείας [[χάριν]], ὁ αὐτ. 2. 200. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>anc. att.</i> [[ἐσκομίζω]];<br />introduire, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> εἰσκομίζομαι;<br /><b>I.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> introduire <i>ou</i> amener pour soi;<br /><b>2</b> importer (des produits, des marchandises, <i>etc.</i>);<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> s’introduire dans ; se retirer dans.<br />'''Étymologie:''' [[εἰς]], [[κομίζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:53, 9 August 2017
English (LSJ)
pf.
A -κεκόμικα Porph. (v. infr.):—carry in, χόρτον Hes.Op.606; guide in, A. Ag.951:—Med., bring in for oneself, τὰ ἐκ τῶν ἀγρῶν ἐσκομίζεσθαι Th.2.13, cf.1.117:—Pass., ἐσκομίζεσθαι εἰς τὰ τείχη take shelter in.., Id.2.100; ἐπειδὰν εἰσκομισθῶσιν πόλει E.HF242; τὸν σῖτον ἐκ τῆς χώρας -κομισθῆναι IG2.331.36; τοῖς εἰς ταὐτὸ διὰ ταὐτοῦ -ομένοις Plu.2.699f. II metaph., import into a discussion, introduce, δύο λύσεις Porph.in Cat.139.30.
German (Pape)
[Seite 744] hineinführen, -bringen, eintragen; Hes. O. 604; τὴν ξένην Aesch. Ag. 925; ἐς οἶκον Soph. O. R. 1429; Thuc. 5, 10 u. Folgde. – Pass., sich in einen Platz flüchten, εἰς χωρίον Thuc. 2, 100. – Med., für sich hineinbringen, Thuc. 6, 22; Ggstz ἐκκομίζεσθαι, 1, 117; Sp.; auch absolut, = sich verproviantiren, Thuc.
Greek (Liddell-Scott)
εἰσκομίζω: μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, κομίζω ἐντός, κομίζω εἰς τὴν οἰκίαν, χόρτον δ’ ἐσκομίσαι Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 604, Αἰσχύλ. Ἀγ. 951, κτλ.: - Μέσ., κομίζω ἐντὸς δι’ ἐμαυτόν, τὰ ἐξ ἀγρῶν ἐσκομίζεσθαι Θουκ. 2. 13: εἰσάγω, ἐπὶ ἐμπορευμάτων κτλ., ὁ αὐτ. 1. 117: - Παθ., εἰσκομίζεσθαι εἰς τόπον τινά, καταφεύγειν εἴς τινα τόπον ἀσφαλείας χάριν, ὁ αὐτ. 2. 200.
French (Bailly abrégé)
anc. att. ἐσκομίζω;
introduire, acc.;
Moy. εἰσκομίζομαι;
I. tr. 1 introduire ou amener pour soi;
2 importer (des produits, des marchandises, etc.);
II. intr. s’introduire dans ; se retirer dans.
Étymologie: εἰς, κομίζω.