ἐκραίνω: Difference between revisions
From LSJ
Ἔρωτα παύει λιμὸς ἢ χαλκοῦ σπάνις → Amorem inopia nummi sedat aut fames → Die Liebe stillt der Hunger oder Geldmangel
(6_2) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐκραίνω''': [[κάμνω]] τι νὰ ἐκραίνῃ, νὰ ῥαίνῃ, νὰ στάζῃ ἔξω, [[κόμης]] δὲ λευκὸν μυελὸν ἐκραίνει Σοφ. Τρ. 785· ἐγκέφαλον ἐξέρᾱνε Εὐρ. Κυκλ. 402. | |lstext='''ἐκραίνω''': [[κάμνω]] τι νὰ ἐκραίνῃ, νὰ ῥαίνῃ, νὰ στάζῃ ἔξω, [[κόμης]] δὲ λευκὸν μυελὸν ἐκραίνει Σοφ. Τρ. 785· ἐγκέφαλον ἐξέρᾱνε Εὐρ. Κυκλ. 402. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>ao.</i> ἐξέρρανα;<br />faire jaillir.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[ῥαίνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:53, 9 August 2017
English (LSJ)
A scatter out of, make to fall in drops from, κόμης μυελὸν ἐ. S.Tr.781 ; ἐγκέφαλον ἐξέρρᾱνε E.Cyc.402 : metaph., τὴν χεῖρα καὶ τὴν ἅλυσιν ἐκ τῆς μηχανῆς dub. in Plb.8.6.3.
German (Pape)
[Seite 777] ausspritzen; κόμης λευκὸν μυελόν Soph. Tr. 778; Eur. Cycl. 402.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκραίνω: κάμνω τι νὰ ἐκραίνῃ, νὰ ῥαίνῃ, νὰ στάζῃ ἔξω, κόμης δὲ λευκὸν μυελὸν ἐκραίνει Σοφ. Τρ. 785· ἐγκέφαλον ἐξέρᾱνε Εὐρ. Κυκλ. 402.