ὀλόλυγμα: Difference between revisions
From LSJ
εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε → if someone is successful in his deeds, he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses
(6_21) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀλόλυγμα''': τό, ἰσχυρὰ [[κραυγή]], τὸ πλεῖστον χαρᾶς, Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 782· Κυβέλης, εἰς τιμὴν τῆς Κυβ., Ἀνθ. Π. 6. 173· πρβλ. [[ὀλολυγή]]. | |lstext='''ὀλόλυγμα''': τό, ἰσχυρὰ [[κραυγή]], τὸ πλεῖστον χαρᾶς, Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 782· Κυβέλης, εἰς τιμὴν τῆς Κυβ., Ἀνθ. Π. 6. 173· πρβλ. [[ὀλολυγή]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br /><i>c.</i> [[ὀλολυγή]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:54, 9 August 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A loud cry, mostly of joy, E.Heracl.782 (lyr.) ; Κυβέλης in honour of C., AP6.173 (Rhian.).
German (Pape)
[Seite 325] τό, lautes Geschrei, im plur., Eur. Heracl. 782.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλόλυγμα: τό, ἰσχυρὰ κραυγή, τὸ πλεῖστον χαρᾶς, Εὐρ. Ἡρακλ. 782· Κυβέλης, εἰς τιμὴν τῆς Κυβ., Ἀνθ. Π. 6. 173· πρβλ. ὀλολυγή.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
c. ὀλολυγή.