κώνειον: Difference between revisions
τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at work — just at work until the one who is now constraining it is taken out.
(6_21) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κώνειον''': τό, κοινῶς «καρωνάκι» καὶ «βρωμόχορτον», Ἱππ. 681. 4, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 8, 3, κτλ. ΙΙ. ὁ ὀπὸς τοῦ δηλητηριώδους φυτοῦ κωνείου, δηλητήριον δι’ οὗ ἐφονεύοντο οἱ κατάδικοι ἐν Ἀθήναις, Ἀριστοφ. Βάτρ. 124· [[κώνειον]] πεπωκὼς Πλάτ. Λῦσ. 219Ε· τὸ [[κώνειον]] ἔπιεν Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 56· κώνεια πιεῖν Ἀριστοφ. Βάτρ. 1051, Ἀνδοκ. 24. 38. | |lstext='''κώνειον''': τό, κοινῶς «καρωνάκι» καὶ «βρωμόχορτον», Ἱππ. 681. 4, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 8, 3, κτλ. ΙΙ. ὁ ὀπὸς τοῦ δηλητηριώδους φυτοῦ κωνείου, δηλητήριον δι’ οὗ ἐφονεύοντο οἱ κατάδικοι ἐν Ἀθήναις, Ἀριστοφ. Βάτρ. 124· [[κώνειον]] πεπωκὼς Πλάτ. Λῦσ. 219Ε· τὸ [[κώνειον]] ἔπιεν Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 56· κώνεια πιεῖν Ἀριστοφ. Βάτρ. 1051, Ἀνδοκ. 24. 38. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br />jus de la ciguë.<br />'''Étymologie:''' [[κῶνος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:54, 9 August 2017
English (LSJ)
τό,
A hemlock, Conium maculatum, Hp.Steril.224, Thphr.HP1.5.3, 9.8.3, Nic.Al.186, Dsc. 4.78, etc. 2 = νάρθηξ, Call.Iamb.1.122, Hsch. II hemlockjuice, poison by which criminals were put to death at Athens, Ar.Ra. 124; κώνειον πεπωκώς Pl.Ly.219e; τὸ κώνειον ἔπιεν X.HG2.3.56, cf. And.3.10; κώνεια πιεῖν Ar.Ra.1051.
German (Pape)
[Seite 1546] τό, Schierlingskraut, cicuta; Hippocr.; Theophr. u. A.; – bes. der aus dem Safte des Schierlings bereitete tödtliche Trank, der in Athen häufig zur Vollstreckung der Todesstrafe angewendet wurde; Ar. Ran. 124, Plat. Lys. 219 e u. Folgde; auch im plur., κώνεια πιεῖν Ar. Ran. 1051.
Greek (Liddell-Scott)
κώνειον: τό, κοινῶς «καρωνάκι» καὶ «βρωμόχορτον», Ἱππ. 681. 4, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 8, 3, κτλ. ΙΙ. ὁ ὀπὸς τοῦ δηλητηριώδους φυτοῦ κωνείου, δηλητήριον δι’ οὗ ἐφονεύοντο οἱ κατάδικοι ἐν Ἀθήναις, Ἀριστοφ. Βάτρ. 124· κώνειον πεπωκὼς Πλάτ. Λῦσ. 219Ε· τὸ κώνειον ἔπιεν Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 56· κώνεια πιεῖν Ἀριστοφ. Βάτρ. 1051, Ἀνδοκ. 24. 38.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
jus de la ciguë.
Étymologie: κῶνος.