ἰσόθεος: Difference between revisions
Φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ' εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας → Our love of what is beautiful does not lead to extravagance; our love of the things of the mind does not makes us soft.
(6_16) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἰσόθεος''': -ον, [[ἴσος]] πρὸς τοὺς θεούς, [[ὅμοιος]] τοῖς θεοῖς, ἐπίθετον ἐξόχων ἡρώων, Ἰλ. Β. 565, Ὀδ. Α. 324, κτλ.· παρὰ Τραγ. ἰδίως ἐπὶ βασιλέων, Πόρσων παρὰ τῷ Blomf. εἰς Αἰσχύλ. Πέρσ. 81, πρβλ. 856, Σοφ. Ἀντ. 836· οὕτω Πλάτ. ἐν Φαίδρῳ 255Α, Ἰσοκρ. 15D, κτλ.· Κωμ. μεταφορ., νομίσαι τ’ ἰσόθεον τὴν ἔγχελυν Ἀντιφάνης ἐν «Λύκωνι» 1. 2) ἐπὶ πραγμάτων, ἰσ. τυραννὶς Εὐρ. Τρῳ. 1169· [[δόξα]] Ἰσοκρ. 111D· τιμαὶ Πολύβ. 10. 10, 11· τιμαὶ Συλλ. Ἐπιγρ. 1535. 4· διάνοιαι 4699. 21. ῑσ- παρ’ Ὁμ. καὶ ἐν λυρικοῖς χωρίοις τῶν Τραγ.· ἴδε [[ἴσος]]. - Ἐπίρρ. ἰσοθέως Γρηγ. Ναζ. ΙΙΙ, 470Α. | |lstext='''ἰσόθεος''': -ον, [[ἴσος]] πρὸς τοὺς θεούς, [[ὅμοιος]] τοῖς θεοῖς, ἐπίθετον ἐξόχων ἡρώων, Ἰλ. Β. 565, Ὀδ. Α. 324, κτλ.· παρὰ Τραγ. ἰδίως ἐπὶ βασιλέων, Πόρσων παρὰ τῷ Blomf. εἰς Αἰσχύλ. Πέρσ. 81, πρβλ. 856, Σοφ. Ἀντ. 836· οὕτω Πλάτ. ἐν Φαίδρῳ 255Α, Ἰσοκρ. 15D, κτλ.· Κωμ. μεταφορ., νομίσαι τ’ ἰσόθεον τὴν ἔγχελυν Ἀντιφάνης ἐν «Λύκωνι» 1. 2) ἐπὶ πραγμάτων, ἰσ. τυραννὶς Εὐρ. Τρῳ. 1169· [[δόξα]] Ἰσοκρ. 111D· τιμαὶ Πολύβ. 10. 10, 11· τιμαὶ Συλλ. Ἐπιγρ. 1535. 4· διάνοιαι 4699. 21. ῑσ- παρ’ Ὁμ. καὶ ἐν λυρικοῖς χωρίοις τῶν Τραγ.· ἴδε [[ἴσος]]. - Ἐπίρρ. ἰσοθέως Γρηγ. Ναζ. ΙΙΙ, 470Α. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> égal aux dieux;<br /><b>2</b> proportionné à un dieu, digne d’un dieu, divin.<br />'''Étymologie:''' [[ἴσος]], [[θεός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:54, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A equal to the gods, godlike, of heroes, ἰ. φώς Il.2.565, Od.1.324, A. Pers.80 (lyr.); Δαρεῖος ib.857 (lyr.); οἱ ἰ. S.Ant.837 (anap.); γένος E.IA626, cf. Pl.Phdr.255a, Isoc.2.5, etc.; ἰητρὸς φιλόσοφος ἰ. Hp. Decent.5: Com., νομίσαι τ' ἰσόθεον τὴν ἔγχελυν Antiph.147.2. 2 of things, ἰ. τυραννίς E.Tr.1169; δόξα Isoc.5.145; εἴσοδος Epicur. Fr.165; τιμαί Men.Mon.378, Plb.10.10.11, IG5(2).432.4 (Megalop.); χάριτες OGI666.21 (Egypt, i A.D.); freq. of medicines or remedies, Gal.13.65, 279, Aët.7.11: neut. -θεον as Adv., PMag.Par.2.220. [ῑσ- in Hom. and Trag. (always lyr.); hyperaeol. ἰσσο- Schwyzer647.15 (Cyme, i A.D.).]
German (Pape)
[Seite 1264] gottgleich, ehrendes Beiwort der Helden, φώς, Il. 2, 565 Od. 1, 324 u. öfter; Aesch. Pers. 80. 842; Soph. Ant. 830; Eur. Tr. 1169; auch in Prosa, Plat. Phaed. 255 a Rep. II, 360 c; Isocr. 2, 5; Sp.; ἰσόθεοι τιμαί Pol. 10, 10, 11.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσόθεος: -ον, ἴσος πρὸς τοὺς θεούς, ὅμοιος τοῖς θεοῖς, ἐπίθετον ἐξόχων ἡρώων, Ἰλ. Β. 565, Ὀδ. Α. 324, κτλ.· παρὰ Τραγ. ἰδίως ἐπὶ βασιλέων, Πόρσων παρὰ τῷ Blomf. εἰς Αἰσχύλ. Πέρσ. 81, πρβλ. 856, Σοφ. Ἀντ. 836· οὕτω Πλάτ. ἐν Φαίδρῳ 255Α, Ἰσοκρ. 15D, κτλ.· Κωμ. μεταφορ., νομίσαι τ’ ἰσόθεον τὴν ἔγχελυν Ἀντιφάνης ἐν «Λύκωνι» 1. 2) ἐπὶ πραγμάτων, ἰσ. τυραννὶς Εὐρ. Τρῳ. 1169· δόξα Ἰσοκρ. 111D· τιμαὶ Πολύβ. 10. 10, 11· τιμαὶ Συλλ. Ἐπιγρ. 1535. 4· διάνοιαι 4699. 21. ῑσ- παρ’ Ὁμ. καὶ ἐν λυρικοῖς χωρίοις τῶν Τραγ.· ἴδε ἴσος. - Ἐπίρρ. ἰσοθέως Γρηγ. Ναζ. ΙΙΙ, 470Α.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 égal aux dieux;
2 proportionné à un dieu, digne d’un dieu, divin.
Étymologie: ἴσος, θεός.