εὐρυμέδων: Difference between revisions
From LSJ
Φιλίας δοκιμαστήριον ὁ χωρισμὸς φίλων → Probas amicum, ab eo si longe absies → Der Freundschaft Probe ist die Trennung von dem Freund
(6_19) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐρυμέδων''': -οντος, ὁ, = [[εὐρυκρείων]], περὶ τοῦ αἰθέρος, Ἐμπεδ. 438· ἐπὶ τοῦ Ποσειδῶνος, Πινδ. Ο. 8. 41· περὶ τοῦ Χείρωνος, ὁ αὐτ. ἐν Π. 3. 5: -παρ’ Ὁμ. μόνον ὡς κύριον [[ὄνομα]]· οὕτω καὶ θηλ. Εὐρυμέδουσα. | |lstext='''εὐρυμέδων''': -οντος, ὁ, = [[εὐρυκρείων]], περὶ τοῦ αἰθέρος, Ἐμπεδ. 438· ἐπὶ τοῦ Ποσειδῶνος, Πινδ. Ο. 8. 41· περὶ τοῦ Χείρωνος, ὁ αὐτ. ἐν Π. 3. 5: -παρ’ Ὁμ. μόνον ὡς κύριον [[ὄνομα]]· οὕτω καὶ θηλ. Εὐρυμέδουσα. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οντος;<br /><i>adj. m.</i><br />qui règne au loin.<br />'''Étymologie:''' [[εὐρύς]], [[μέδω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:55, 9 August 2017
English (LSJ)
οντος, ὁ,
A = εὐρυκρείων, of αἰθήρ, Emp.135.1; Ποσειδάν Pi.O.8.31; γόνον εὐ. Κρόνου, i.e. Chiron, Id.P.3.4:—in Hom. only as pr. n.; so also fem. Εὐρυμέδουσα.
German (Pape)
[Seite 1095] οντος, = εὐρυκρείων, Ποσειδᾶν Pind. Ol. 8, 31, Χείρων P. 3, 4; auch αἰθήρ, sich weithin erstreckend, Empedocl. 380.
Greek (Liddell-Scott)
εὐρυμέδων: -οντος, ὁ, = εὐρυκρείων, περὶ τοῦ αἰθέρος, Ἐμπεδ. 438· ἐπὶ τοῦ Ποσειδῶνος, Πινδ. Ο. 8. 41· περὶ τοῦ Χείρωνος, ὁ αὐτ. ἐν Π. 3. 5: -παρ’ Ὁμ. μόνον ὡς κύριον ὄνομα· οὕτω καὶ θηλ. Εὐρυμέδουσα.