πτωχεύω: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
(6_13a)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πτωχεύω''': μέλλ. -σω· Ἰωνικ. παρατ. πτωχεύεσκον Ὀδ. Σ. 2· - εἶμαι [[πτωχός]], δηλ. [[ἐπαίτης]], ἐπαιτῶ, πρὸς ἄστυ, ἀνὰ δῆμον Ὀδ. Ο. 309, Τ. 75, πρβλ. Τυρταῖ. 7. 4, Ἀριστοφ. Νεφέλ. 921, κτλ.· ἐπὶ ξενίας Ἀντιφῶν 117. 22. 2) εἶμαι πτωχὸς ὅσον ὁ [[ἐπαίτης]], Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 83, Πλάτ. Ἐρυξ. 394Β. 3) πτ. τινός, εἶμαι πτωχὸς εἴς τι, στεροῦμαι, Ἐκκλ. μεταφορ., πτ. τὴν διάνοιαν Ἰω. Χρυσ. II. μεταβ., [[λαμβάνω]] ἐπαιτῶν, δαῖτα Ὀδ. Ρ. 11. 19. 2) μετ’ αἰτ. προσ., ἐπαιτῶ, ζητῶ ἐλεημοσύνην [[παρά]] τινος, φίλους Θέογν. 918. - Ἴδε Κόντον ἐν Σωκράτει τόμ. Α´, σ. 168.
|lstext='''πτωχεύω''': μέλλ. -σω· Ἰωνικ. παρατ. πτωχεύεσκον Ὀδ. Σ. 2· - εἶμαι [[πτωχός]], δηλ. [[ἐπαίτης]], ἐπαιτῶ, πρὸς ἄστυ, ἀνὰ δῆμον Ὀδ. Ο. 309, Τ. 75, πρβλ. Τυρταῖ. 7. 4, Ἀριστοφ. Νεφέλ. 921, κτλ.· ἐπὶ ξενίας Ἀντιφῶν 117. 22. 2) εἶμαι πτωχὸς ὅσον ὁ [[ἐπαίτης]], Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 83, Πλάτ. Ἐρυξ. 394Β. 3) πτ. τινός, εἶμαι πτωχὸς εἴς τι, στεροῦμαι, Ἐκκλ. μεταφορ., πτ. τὴν διάνοιαν Ἰω. Χρυσ. II. μεταβ., [[λαμβάνω]] ἐπαιτῶν, δαῖτα Ὀδ. Ρ. 11. 19. 2) μετ’ αἰτ. προσ., ἐπαιτῶ, ζητῶ ἐλεημοσύνην [[παρά]] τινος, φίλους Θέογν. 918. - Ἴδε Κόντον ἐν Σωκράτει τόμ. Α´, σ. 168.
}}
{{bailly
|btext=mendier : δαῖτα OD sa nourriture ; τινά, auprès de qqn.<br />'''Étymologie:''' [[πτωχός]].
}}
}}

Revision as of 19:55, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πτωχεύω Medium diacritics: πτωχεύω Low diacritics: πτωχεύω Capitals: ΠΤΩΧΕΥΩ
Transliteration A: ptōcheúō Transliteration B: ptōcheuō Transliteration C: ptocheyo Beta Code: ptwxeu/w

English (LSJ)

fut.

   A -σω Od. 15.309: Ep. impf. πτωχεύεσκον 18.2:—to be a beggar, go begging, Il.cc.; ἀνὰ δῆμον 19.73, cf. Tyrt.10.4, Ar.Nu.921 (anap.), etc.; ἐπὶ ξενίας Antipho 2.2.9.    2 to be as poor as a beggar, Antiph.322, Pl. Erx.394b.    3 metaph. c. gen., to be badly off for, πραγμάτων, of historians, Plb.7.7.6.    II trans., beg (for), δαῖτα Od.17.11, 19.    2 c. acc.pers., ask an alms of, φίλους Thgn.922.

German (Pape)

[Seite 812] betteln; ἀνὰ δῆμον, Od. 19, 73; κατὰ ἄστυ πτωχεύεσκε, 18, 2. – Auch c. accus., erbetteln, ὄφρ' ἂν ἐκεῖθι δαῖτα πτωχεύῃ, 17, 11. 19; – als Bettler angehen, ansprechen, φίλους, Theogn. 918. – Ar. Nubb. 921; u. in Prosa: Antiph. 2 β 6; Plat. Eryx. 394 b; Plut. Flam. 21; Luc. Necyom. 17; – bettelarm sein, Antiphan. in B. A. 112.

Greek (Liddell-Scott)

πτωχεύω: μέλλ. -σω· Ἰωνικ. παρατ. πτωχεύεσκον Ὀδ. Σ. 2· - εἶμαι πτωχός, δηλ. ἐπαίτης, ἐπαιτῶ, πρὸς ἄστυ, ἀνὰ δῆμον Ὀδ. Ο. 309, Τ. 75, πρβλ. Τυρταῖ. 7. 4, Ἀριστοφ. Νεφέλ. 921, κτλ.· ἐπὶ ξενίας Ἀντιφῶν 117. 22. 2) εἶμαι πτωχὸς ὅσον ὁ ἐπαίτης, Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 83, Πλάτ. Ἐρυξ. 394Β. 3) πτ. τινός, εἶμαι πτωχὸς εἴς τι, στεροῦμαι, Ἐκκλ. μεταφορ., πτ. τὴν διάνοιαν Ἰω. Χρυσ. II. μεταβ., λαμβάνω ἐπαιτῶν, δαῖτα Ὀδ. Ρ. 11. 19. 2) μετ’ αἰτ. προσ., ἐπαιτῶ, ζητῶ ἐλεημοσύνην παρά τινος, φίλους Θέογν. 918. - Ἴδε Κόντον ἐν Σωκράτει τόμ. Α´, σ. 168.

French (Bailly abrégé)

mendier : δαῖτα OD sa nourriture ; τινά, auprès de qqn.
Étymologie: πτωχός.