εὔτυκτος: Difference between revisions

From LSJ

ὃ γὰρ βούλεται, τοῦθ' ἕκαστος καὶ οἴεται → what he wishes to be true, each person also believes to be true | what he wishes, each person also believes

Source
(6_15)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὔτυκτος''': -ον, ([[τεύχω]]) [[καλῶς]] κατασκευασμένος, [[καλῶς]] ἐξειργασμένος, [[κυνέη]] Ἰλ. Γ. 336, κτλ.· [[ἱμάσθλη]] Θ. 44, κλ.· κλισίη Κ. 566, Ὀδ. Δ. 123· κρέα εὔτ. ποιεῖσθαι, παρασκευάζειν αὐτὰ πρὸς τροφήν, Ἡρόδ. 1. 119, Βακχυλ. 17. 50.
|lstext='''εὔτυκτος''': -ον, ([[τεύχω]]) [[καλῶς]] κατασκευασμένος, [[καλῶς]] ἐξειργασμένος, [[κυνέη]] Ἰλ. Γ. 336, κτλ.· [[ἱμάσθλη]] Θ. 44, κλ.· κλισίη Κ. 566, Ὀδ. Δ. 123· κρέα εὔτ. ποιεῖσθαι, παρασκευάζειν αὐτὰ πρὸς τροφήν, Ἡρόδ. 1. 119, Βακχυλ. 17. 50.
}}
{{bailly
|btext=<i>épq.</i> [[ἐΰτυκτος]];<br />ος, ον :<br />bien travaillé, bien préparé.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[τεύχω]].
}}
}}

Revision as of 19:55, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔτυκτος Medium diacritics: εὔτυκτος Low diacritics: εύτυκτος Capitals: ΕΥΤΥΚΤΟΣ
Transliteration A: eútyktos Transliteration B: eutyktos Transliteration C: eytyktos Beta Code: eu)/tuktos

English (LSJ)

ον, (τεύχω)

   A well-made, well-wrought, κυνέη Il.3.336, etc.; ἱμάσθλη 8.44, etc.; κλισίη 10.566, Od.4.123; κυνέα B.17.50; κρέα εὔ. ποιήσασθαι to get meat ready for eating, v.l. in Hdt.1.119.

German (Pape)

[Seite 1104] p. ἐυτυκτος, gut gemacht, schön gearbeitet, κυνέη Il. 3, 336, ἱμάσθλη 8, 44, κλισίη 10, 566. 13, 240, Sessel Od. 4, 123 u. sp. D., σανίδες Ap. Rh. 1, 287, βωμός Opp. H. 5, 307; – κρέα εὔτυκτα ποιεῖσθαι, wohl zubereiten lassen, Her. 1, 119.

Greek (Liddell-Scott)

εὔτυκτος: -ον, (τεύχω) καλῶς κατασκευασμένος, καλῶς ἐξειργασμένος, κυνέη Ἰλ. Γ. 336, κτλ.· ἱμάσθλη Θ. 44, κλ.· κλισίη Κ. 566, Ὀδ. Δ. 123· κρέα εὔτ. ποιεῖσθαι, παρασκευάζειν αὐτὰ πρὸς τροφήν, Ἡρόδ. 1. 119, Βακχυλ. 17. 50.

French (Bailly abrégé)

épq. ἐΰτυκτος;
ος, ον :
bien travaillé, bien préparé.
Étymologie: εὖ, τεύχω.