ἐκπηνίζομαι: Difference between revisions
From LSJ
Δόλιον γὰρ ἄνδρα φεῦγε παρ' ὅλον τὸν βίον → Dum vivis, insidiosos curriculo fuge → Den Hinterhältigen fliehe, dein ganzes Leben lang
(6_13a) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐκπηνίζομαι''': μέλλ. -ιοῦμαι, [[κλώθω]], [[ἐξάγω]] πῆνον, κλωστήν, οἱ ἀράχναι φερόμενοι ὑπὸ τοῦ ἀνέμου πολὺ ἐκπ. Ἀριστ. Προβλ. 26. 61· μεταφ., ἐπὶ συνηγόρου, [[αὐτοῦ]] ἐκπηνιεῖται [[ταῦτα]], θὰ ἐξελκύσῃ (θὰ ἀφαιρέσῃ διὰ τεχνασμάτων) [[ταῦτα]] παρ᾿ [[αὐτοῦ]], Ἀριστοφ. Βάτρ. 578. | |lstext='''ἐκπηνίζομαι''': μέλλ. -ιοῦμαι, [[κλώθω]], [[ἐξάγω]] πῆνον, κλωστήν, οἱ ἀράχναι φερόμενοι ὑπὸ τοῦ ἀνέμου πολὺ ἐκπ. Ἀριστ. Προβλ. 26. 61· μεταφ., ἐπὶ συνηγόρου, [[αὐτοῦ]] ἐκπηνιεῖται [[ταῦτα]], θὰ ἐξελκύσῃ (θὰ ἀφαιρέσῃ διὰ τεχνασμάτων) [[ταῦτα]] παρ᾿ [[αὐτοῦ]], Ἀριστοφ. Βάτρ. 578. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=dévider, défiler.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[πηνίζομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:55, 9 August 2017
English (LSJ)
fut. -ιοῦμαι,
A spin a long thread, [οἱ ἀράχναι] φερόμενοι ὑπὸ τοῦ πνεύματος πολὺ ἐ. Arist.Pr.947b2 : metaph., of an advocate, αὐτοῦ ἐκπηνιεῖται ταῦτα will wind these things out of him, Ar.Ra. 578.
German (Pape)
[Seite 772] dep. med., herausraspeln, Ar. Ran. 578 αὐτοῦ ἐκπηνιεῖται ταῦτα, durch Advocatenkniffe das Vermögen abzwacken.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκπηνίζομαι: μέλλ. -ιοῦμαι, κλώθω, ἐξάγω πῆνον, κλωστήν, οἱ ἀράχναι φερόμενοι ὑπὸ τοῦ ἀνέμου πολὺ ἐκπ. Ἀριστ. Προβλ. 26. 61· μεταφ., ἐπὶ συνηγόρου, αὐτοῦ ἐκπηνιεῖται ταῦτα, θὰ ἐξελκύσῃ (θὰ ἀφαιρέσῃ διὰ τεχνασμάτων) ταῦτα παρ᾿ αὐτοῦ, Ἀριστοφ. Βάτρ. 578.