χαλκόστομος: Difference between revisions

From LSJ

Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt

Menander, Monostichoi, 366
(6_18)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χαλκόστομος''': -ον, ὁ ἔχων χαλκοῦν [[στόμα]], χαλκοστόμου κώδωνος ὡς Τυρσηνικῆς (δηλ. σάλπιγγος) Σοφ. Αἴ. 17. ΙΙ. ὁ ἔχων αἰχμὴν ἐκ χαλκοῦ, ἐμβόλοις χαλκοστόμοις Αἰσχύλ. Πέρσ. 415, πρβλ. Ἀριστείδ. 1. 540.
|lstext='''χαλκόστομος''': -ον, ὁ ἔχων χαλκοῦν [[στόμα]], χαλκοστόμου κώδωνος ὡς Τυρσηνικῆς (δηλ. σάλπιγγος) Σοφ. Αἴ. 17. ΙΙ. ὁ ἔχων αἰχμὴν ἐκ χαλκοῦ, ἐμβόλοις χαλκοστόμοις Αἰσχύλ. Πέρσ. 415, πρβλ. Ἀριστείδ. 1. 540.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> à bec d’aigle (éperon de navire);<br /><b>2</b> à ouverture <i>ou</i> à la bouche d’airain (trompette).<br />'''Étymologie:''' [[χαλκός]], [[στόμα]].
}}
}}

Revision as of 19:55, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαλκόστομος Medium diacritics: χαλκόστομος Low diacritics: χαλκόστομος Capitals: ΧΑΛΚΟΣΤΟΜΟΣ
Transliteration A: chalkóstomos Transliteration B: chalkostomos Transliteration C: chalkostomos Beta Code: xalko/stomos

English (LSJ)

ον,

   A with mouth of bronze, χ. κώδων Τυρσηνική, i.e. a trumpet, S.Aj.17.    II with edge or point of bronze, ἔμβολοι A.Pers.415, Aristid.Or.25(43).4; μέτρον POxy.101.40 (ii A. D.).

German (Pape)

[Seite 1332] mit ehernem od. kupfernem Munde, eherner oder kupferner Mündung; ἐμβολαί, von den Schiffsschnäbeln, Aesch. Pers. 407; κώδων, von den Trompeten, Soph. Ai. 17.

Greek (Liddell-Scott)

χαλκόστομος: -ον, ὁ ἔχων χαλκοῦν στόμα, χαλκοστόμου κώδωνος ὡς Τυρσηνικῆς (δηλ. σάλπιγγος) Σοφ. Αἴ. 17. ΙΙ. ὁ ἔχων αἰχμὴν ἐκ χαλκοῦ, ἐμβόλοις χαλκοστόμοις Αἰσχύλ. Πέρσ. 415, πρβλ. Ἀριστείδ. 1. 540.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 à bec d’aigle (éperon de navire);
2 à ouverture ou à la bouche d’airain (trompette).
Étymologie: χαλκός, στόμα.