συνιζάνω: Difference between revisions

From LSJ

ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death

Source
(6_23)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνιζάνω''': κατακαθίζω, [[καταπίπτω]], τὸ [[σύμφυτον]] [[πνεῦμα]] ἀναφυσώμενον καὶ συνιζάνον φαίνεται Ἀριστ. περὶ Ὕπνου καὶ Ἐγρηγόρσ. 2, 16· σάρκες δ’ ἱδρῶτι συνίζανον Θεόκρ. 22. 112· πηλὸν ἐν πυρί... συνιζάνειν Πλουτ. Ποπλικ. 13· τὸν ἄργυρον συνιζῆσαι τακέντα ὁ αὐτ. 2. 665Β· συν. τὰ στήθη Σχόλ. εἰς Κλήμ. Ἀλεξ. 264. 2) βυθίζομαι, συνιζάνειν δ’ εἰς βυθὸν τὴν σμύρναν Θεοφρ. περὶ Ὀσμ. 29· ἐπὶ τοῦ ἀνέμου, μαλακῶς ἐνδιδόντος τοῦ πνεύματος καὶ καθιζάνοντος ἐπὶ τὴν θάλασσαν κατετέθημεν Λουκ. περὶ Ἀληθ. Ἱστ. 1. 29. ΙΙ. μεταβ. ἐνεργείας, [[κάμνω]] τι νὰ κατακαθίσῃ, νὰ βυθισθῇ, συνιζάνοντες δὲ καὶ καταπνίγοντες [[ὥσπερ]] [[ἐκεῖ]] τὰς φύσας Ἀριστ. π. Ἀναπν. 7, 7.
|lstext='''συνιζάνω''': κατακαθίζω, [[καταπίπτω]], τὸ [[σύμφυτον]] [[πνεῦμα]] ἀναφυσώμενον καὶ συνιζάνον φαίνεται Ἀριστ. περὶ Ὕπνου καὶ Ἐγρηγόρσ. 2, 16· σάρκες δ’ ἱδρῶτι συνίζανον Θεόκρ. 22. 112· πηλὸν ἐν πυρί... συνιζάνειν Πλουτ. Ποπλικ. 13· τὸν ἄργυρον συνιζῆσαι τακέντα ὁ αὐτ. 2. 665Β· συν. τὰ στήθη Σχόλ. εἰς Κλήμ. Ἀλεξ. 264. 2) βυθίζομαι, συνιζάνειν δ’ εἰς βυθὸν τὴν σμύρναν Θεοφρ. περὶ Ὀσμ. 29· ἐπὶ τοῦ ἀνέμου, μαλακῶς ἐνδιδόντος τοῦ πνεύματος καὶ καθιζάνοντος ἐπὶ τὴν θάλασσαν κατετέθημεν Λουκ. περὶ Ἀληθ. Ἱστ. 1. 29. ΙΙ. μεταβ. ἐνεργείας, [[κάμνω]] τι νὰ κατακαθίσῃ, νὰ βυθισθῇ, συνιζάνοντες δὲ καὶ καταπνίγοντες [[ὥσπερ]] [[ἐκεῖ]] τὰς φύσας Ἀριστ. π. Ἀναπν. 7, 7.
}}
{{bailly
|btext=s’affaisser, mollir, fléchir.<br />'''Étymologie:''' [[συνίζω]].
}}
}}

Revision as of 19:55, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνιζάνω Medium diacritics: συνιζάνω Low diacritics: συνιζάνω Capitals: ΣΥΝΙΖΑΝΩ
Transliteration A: synizánō Transliteration B: synizanō Transliteration C: synizano Beta Code: suniza/nw

English (LSJ)

   A sink or settle down, collapse, Arist.Somn.Vig.456a13, Gal.8.325,500, 15.570; σάρκες δ' ἱδρῶτι συνίζανον Theoc.22.112; πηλὸν ἐν πυρὶ . . συνιζάνειν Plu.Publ.13.    2 sink, εἰς βυθόν Thphr.Od. 29; of the blood, Id.Sens.43; of the wind, Luc.VH1.29.    II causal, cause to collapse or sink, Arist.Resp.474a14.

Greek (Liddell-Scott)

συνιζάνω: κατακαθίζω, καταπίπτω, τὸ σύμφυτον πνεῦμα ἀναφυσώμενον καὶ συνιζάνον φαίνεται Ἀριστ. περὶ Ὕπνου καὶ Ἐγρηγόρσ. 2, 16· σάρκες δ’ ἱδρῶτι συνίζανον Θεόκρ. 22. 112· πηλὸν ἐν πυρί... συνιζάνειν Πλουτ. Ποπλικ. 13· τὸν ἄργυρον συνιζῆσαι τακέντα ὁ αὐτ. 2. 665Β· συν. τὰ στήθη Σχόλ. εἰς Κλήμ. Ἀλεξ. 264. 2) βυθίζομαι, συνιζάνειν δ’ εἰς βυθὸν τὴν σμύρναν Θεοφρ. περὶ Ὀσμ. 29· ἐπὶ τοῦ ἀνέμου, μαλακῶς ἐνδιδόντος τοῦ πνεύματος καὶ καθιζάνοντος ἐπὶ τὴν θάλασσαν κατετέθημεν Λουκ. περὶ Ἀληθ. Ἱστ. 1. 29. ΙΙ. μεταβ. ἐνεργείας, κάμνω τι νὰ κατακαθίσῃ, νὰ βυθισθῇ, συνιζάνοντες δὲ καὶ καταπνίγοντες ὥσπερ ἐκεῖ τὰς φύσας Ἀριστ. π. Ἀναπν. 7, 7.

French (Bailly abrégé)

s’affaisser, mollir, fléchir.
Étymologie: συνίζω.