ἐνδοιάσιμος: Difference between revisions
From LSJ
Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖ → Modestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist
(6_16) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐνδοιάσιμος''': -ον, [[ἀμφίβολος]], Λουκ. Σκύθ. 11. - Ἐπίρρ. ἐνδοιασίμως, ἐνδοιασίμως ἔχειν [[περί]] τινος Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 16. 10, 4. | |lstext='''ἐνδοιάσιμος''': -ον, [[ἀμφίβολος]], Λουκ. Σκύθ. 11. - Ἐπίρρ. ἐνδοιασίμως, ἐνδοιασίμως ἔχειν [[περί]] τινος Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 16. 10, 4. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />douteux.<br />'''Étymologie:''' [[ἐνδοιάζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:55, 9 August 2017
English (LSJ)
[ᾰ], ον,
A doubtful, J.AJ16.11.7, Luc.Scyth.11. Adv.-μως, ἔχειν περί τινος J.AJ16.10.4.
German (Pape)
[Seite 835] zweifelhaft, unentschieden, Luc. Scyth. 11; – ἐνδοιασίμως ἔχειν περί τινος, Ios.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνδοιάσιμος: -ον, ἀμφίβολος, Λουκ. Σκύθ. 11. - Ἐπίρρ. ἐνδοιασίμως, ἐνδοιασίμως ἔχειν περί τινος Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 16. 10, 4.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
douteux.
Étymologie: ἐνδοιάζω.