ἐνδοιάζω
English (LSJ)
aor. ἐνεδοίασα Hermog.Id.2.6, App.Mith.33, Luc.Gall. 11: (ἐν δοιῇ):—to be in doubt, at a loss, c. inf., ὅταν.. ἐνδοιάζῃ Χωρίον προσλαβεῖν Th.1.36: abs., οἱ ἐνδοιάζοντες the waverers, Id.6.91; μηδὲν ἐνδοιάσας Luc.Herm.25; ἐ. τῇ γνώμῃ Plu.Sull.9; ὑπέρ τινος Id.Cat. Mi.17; περί τινος Luc.Phal.2.2; ἐ. εἰ.. D.H.4.58:—Pass., of things, to be matter of doubt, λόγῳ ἐνδοιασθῆναι Th.1.122; ἐνδοιαζόμενον D.H. 7.59, cf. Ph.1.622; ἐνεδοιάζετο δὲ πότερον.. Luc.VH2.21: aor. 1 also in act. sense, Parth.9.6.
Spanish (DGE)
1 c. suj. de pers. dudar, vacilar, estar indeciso οἱ ἐνδοιάζοντες ἀδεέστερον προσίασιν los que vacilan se pasarán a vosotros con menos recelo Th.6.91, ἐνδοιάζων ... τῇ γνώμῃ estando dudoso en su ánimo Plu.Sull.9, cf. Luc.Gall.11, A.Thom.A 167, c. ac. int. οὐδὲν ἐνδοιάσας App.Mith.33, cf. Luc.Herm.25, I.AI 18.97
•dudar, dudar de c. περί y gen. τὸ ἐνδοιάσαι ὑμᾶς ὅλως περὶ τούτου Luc.Phal.2.2, c. inf. ὅταν ... ἐνδοιάζῃ χωρίον προσλαβεῖν cuando duda si granjearse un país Th.1.36, c. or. interr. indir. ἵνα ... μηδ' ἐνδοιάζωσιν, εἰ βέβαια ταῦτα σφίσι διαμενεῖ D.H.4.58, ὑπὲρ ἑνός ποτε δόγματος ἐνδοιάσας εἰ κύριον γέγονε habiendo dudado una vez acerca de si un cierto decreto era legítimo Plu.Cat.Mi.17, cf. I.AI 19.96, c. or. complet. ὅτι ... οἱ ... προφῆται ... διηγγέλκασι τὸ Χριστοῦ μυστήριον, οὐκ ἂν ἐνδοιάσει τις Cyr.Al.Luc.1.194.2, cf. Hermog.Id.2.6 (p.350)
•en v. med.-pas. mismo sent. φράζειν ἐκέλευε τοῖς ἀδελφοῖς μὴ ἐνδοιᾶσθαι ordenó aconsejar a los hermanos que no vacilaran Parth.9.
2 impers., en v. med.-pas. dudarse, ser puesto en duda ὃ καὶ λόγῳ ἐνδοιασθῆναι αἰσχρὸν τῇ Πελοποννήσῳ que esto se dude, aunque sea de palabra, es vergonzoso para el Peloponeso Th.1.122, πρᾶγμα ... ἐνδοιαζόμενον D.H.7.59, τὰ ἐνδοιαζόμενα τῶν πραγμάτων ὅρκῳ διακρίνεται los asuntos sometidos a duda se resuelven mediante un juramento Ph.1.622, c. interr. indir. ἐνεδοιάζετο δὲ ἔτι πότερον Πυθαγόραν ἢ Εὔφορβον χρὴ αὐτὸν ὀνομάζειν Luc.VH 2.21.
German (Pape)
[Seite 835] (ἐν δοιῇ, vgl. Buttm. Lexil. I p. 102), daran zweifeln, Bedenken tragen, Thuc. 6, 91; c. inf., 1, 36; pass., ὃ καὶ λόγῳ ἐνδοιασθῆναι αἰσχρόν 1, 122; Sp., τῇ γνώμῃ, er schwankte, Plut. Sull. 9; πρᾶγμα ἐνδοιαζόμενον ἐμπίπτει Dion. Hal. 7, 59; μηδὲν ἐνδοιάσας, ohne Bedenken, Luc. – Bei Parth. 9, 4 hat ἐνδοιασθεῖεν activ. Bdtg. – Adj. verb. ἐνδοιαστός, bezweifelt, zweifelhaft, Hippocr. u. A.; auch adv. ἐνδοιαστῶς, Thuc. 8, 87; bei Her. 7, 174 Gegensatz von προθύμως; Sp.
French (Bailly abrégé)
ao. ἐνεδοίασα;
douter, être en doute ; avec l'inf. hésiter à ; Pass. être l'objet d'un doute.
Étymologie: ἐν, δοιάζω.
Russian (Dvoretsky)
ἐνδοιάζω: (тж. ἐ. τῇ γνώμῃ Plut.) колебаться, сомневаться (ὑπέρ τινος Plut. и περί τινος Luc.; ἐ. ποιεῖν τι Thuc.): ὃ καὶ λόγῳ ἐνδοιασθῆναι αἰσχρόν Thuc. стыдно даже помыслить об этом; μηδὲν ἐνδοιάσας Luc. нисколько не колеблясь.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνδοιάζω: ἀόρ. ἐνεδοίασα Ἀππ. Μιθρ. 33, Λουκ.: (ἴδε ἐν τέλει). Εἶμαι ἐν ἀμφιβολίᾳ, διστάζω, ὅταν... ἐνδοιάζῃ χωρίον προσλαβεῖν Θουκ. 1. 36· ἀπολ., οἱ ἐνδοιάζοντες, οἱ διστάζοντες, ὁ αὐτ. 6. 91· μηδὲν ἐνδοιάσας Λουκ. Ἑρμότ. 25· ἐνδ. τῇ γνώμῃ Πλουτ. Σύλλ. 9· ὑπέρ τινος ὁ αὐτ. Κάτων Νεώτ. 17· περί τινος Λουκ. Φάλαρ. Β. 2· ἐνδ. εἰ... Διον. Ἁλ. 4. 58: - Παθ., ἐπὶ πραγμάτων, εἶμαι ἀντικείμενον ἀμφιβολίας, ἐνδοιασθῆναι Θουκ. 1. 122· ἐνδοιαζόμενον Διον. Ἁλ. 7. 59· ἐνεδοιάζετο δὲ πρότερον... Λουκ. π. Ἀλ. Ἱστ. 2. 21: - ἀόρ. α΄ ὡσαύτως ἐπὶ ἐνεργ. σημ., Παρθέν. 9. 6. (Ἐσχηματίσθη ἐκ τοῦ ἐν δοιῇ εἰμι, ἐπειδὴ παρὰ τοῖς δοκίμοις δὲν εὑρίσκεται ῥῆμα δοιάζω, ἀμφιβάλλω).
Greek Monolingual
ἐνδοιάζω (AM)
1. διστάζω, δεν τολμώ να πράξω κάτι
2. (για πράγματα) είμαι αντικείμενο αμφιβολίας, προκαλώ αμφιβολία.
Greek Monotonic
ἐνδοιάζω: = ἐν δοιῇ εἰμι, βρίσκομαι σε αμφιβολία, έχω ενδοιασμούς ως προς το πώς να κάνω κάτι, αμφιβάλλω, αμφιταλαντεύομαι, με απαρ., σε Θουκ.· απόλ., οἱ ἐνδοιάζοντες, οι αναποφάσιστοι, στον ίδ. — Παθ., είμαι αντικείμενο αμφιβολίας ή αμφιλογίας, σημείο αντιλεγόμενο, ἐνδοιασθῆναι, στον ίδ.
Frisk Etymological English
See also: s. δοιοί.
Middle Liddell
= ἐν δοίῃ εἰμί,]
to be in doubt, at a loss how to do a thing, c. inf., Thuc.: absol., οἱ ἐνδοιάζοντες the waverers, Thuc.:—Pass. to be matter of doubt, ἐνδοιασθῆναι Thuc.
Frisk Etymology German
ἐνδοιάζω: {endoiázō}
See also: s. δοιοί.
Page 1,511
Mantoulidis Etymological
(=διστάζω). Παρασύνθετο κατευθείαν ἀπό τό ἐν δοιῇ εἰμί ἤ σύνθετο ἀπό τό ἐν + δοιάζω (=σκέπτομαι μέ δύο τρόπους), πού παράγεται ἀπό τό δοιή (=ἀμφιβολία). Παράγωγα, ἐνδοιάσιμος (=ἀμφίβολος), ἐνδοίασις, ἐνδοιαστής, ἐνδοιαστικός, ἐνδοιαστός, ἐνδοιαστῶς, ἀνενδοιάστως.