ἐνεργής: Difference between revisions

From LSJ

Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft

Menander, Monostichoi, 487
(6_7)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐνεργής''': -ές, μεταγεν. [[τύπος]] τοῦ [[ἐνεργός]], [[δραστήριος]], [[ἀποτελεσματικός]], ἐνεργῆ τὴν ἔφοδον ποιεῖσθαι Πολύβ. 11. 32, 8· μηχαναὶ Διόδ. 17. 44, κτλ. ― Συγκρ. ἐνεργέστερος, ἀποτελεσματικώτερος, [[πρός]] τι Ἀριστ. Τοπ. 1. 12. ― Ὑπερθ. -τατος Διόδ. 1. 88. ΙΙ. ἐπὶ χώρας, [[καρποφόρος]], τὴν χώραν ἐνεργεστέραν... ἐποίησεν Πλουτ. Σόλ. 31.
|lstext='''ἐνεργής''': -ές, μεταγεν. [[τύπος]] τοῦ [[ἐνεργός]], [[δραστήριος]], [[ἀποτελεσματικός]], ἐνεργῆ τὴν ἔφοδον ποιεῖσθαι Πολύβ. 11. 32, 8· μηχαναὶ Διόδ. 17. 44, κτλ. ― Συγκρ. ἐνεργέστερος, ἀποτελεσματικώτερος, [[πρός]] τι Ἀριστ. Τοπ. 1. 12. ― Ὑπερθ. -τατος Διόδ. 1. 88. ΙΙ. ἐπὶ χώρας, [[καρποφόρος]], τὴν χώραν ἐνεργεστέραν... ἐποίησεν Πλουτ. Σόλ. 31.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />agissant, actif, efficace ; <i>en parl. du sol</i> productif;<br /><i>Cp.</i> ἐνεργέστερος.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[ἔργον]].
}}
}}

Revision as of 19:56, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνεργής Medium diacritics: ἐνεργής Low diacritics: ενεργής Capitals: ΕΝΕΡΓΗΣ
Transliteration A: energḗs Transliteration B: energēs Transliteration C: energis Beta Code: e)nergh/s

English (LSJ)

ές, later form of ἐνεργός,

   A active, effective, μηχανὰς ἐνεργεῖς ποιοῦντες D.S. 17.44, etc.; of medicines, strong, POxy.1088.56 (i A.D.), Dsc.5.88, etc.: Comp. -έστερος more effective, πρός τινα Arist.Top.105a19: Sup. -έστατος, πρός τι D.S.1.88, cf. Dsc.1.19, A.D.Synt.291.9.

German (Pape)

[Seite 838] ές, wirkend, thatkräftig; ζῶον πρὸς τὴν συνουσίαν ἐνεργέστατον D. Sic. 1, 88; χώρα ἐνεργεστέρα, fruchtbarer, Plut. Sol. 31. Bei Pol. oft mit ἐνεργός verwechselt.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνεργής: -ές, μεταγεν. τύπος τοῦ ἐνεργός, δραστήριος, ἀποτελεσματικός, ἐνεργῆ τὴν ἔφοδον ποιεῖσθαι Πολύβ. 11. 32, 8· μηχαναὶ Διόδ. 17. 44, κτλ. ― Συγκρ. ἐνεργέστερος, ἀποτελεσματικώτερος, πρός τι Ἀριστ. Τοπ. 1. 12. ― Ὑπερθ. -τατος Διόδ. 1. 88. ΙΙ. ἐπὶ χώρας, καρποφόρος, τὴν χώραν ἐνεργεστέραν... ἐποίησεν Πλουτ. Σόλ. 31.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
agissant, actif, efficace ; en parl. du sol productif;
Cp. ἐνεργέστερος.
Étymologie: ἐν, ἔργον.