ἐξάλλομαι: Difference between revisions

From LSJ

Τὰ πλεῖστα θνητοῖς τῶν κακῶν αὐθαίρετα → Ab ipsis fere parantur mala mortalibus → Von Sterblichen ist selbstgewählt das meiste Leid

Menander, Monostichoi, 499
(6_23)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξάλλομαι''': μέλλ. -ᾰλοῦμαι, Ἀποθ.: ― πηδῶ ἔξω ἀπό τινος τόπου, ἐξάλλεται αὐλῆς, ἐπὶ λέοντος, Ἰλ. Ε. 142· ἀλλαχοῦ ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον κατὰ μετοχ.· ἀόρ. ἐξάλμενος, ἀπολ., ἐκπηδῶ, εἴ τινά που Τρώων ἐξάλμενος ἄνδρα βάλοισθα Ο. 571· [[μετὰ]] γεν., προμάχων ἐξάλμενος, τῶν ἄλλων ἐξ., πηδήσας ἐκ μέσου τῶν..., Ρ. 342, Ψ. 299 (οὐχὶ ἐν τῇ Ὀδ.)· ἐξάλατο ναὸς (Δωρ. ἀντὶ ἐξήλατο νηὸς) Θεόκρ. 17. 100· ἐξ. κατὰ τοῦ τείχους, ἐπήδησε [[κάτω]] ἐκ τοῦ τείχους, Ξεν. Ἑλλην. 7. 2, 6: ― ἀπολ., ἐκπηδῶ, εἶτ’ ἐξήλετο Ἀριστοφ. Σφ. 130· ὦ δαῖμον, ἵν’ ἐξήλου, ποῦ ἐξεπήδησας, ποῦ ἔχεις φθάσῃ! Σοφ. Ο. Τ. 1311· ἐπὶ ἰχθύος, πηδῶ ἔξω τοῦ ὕδατος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 19, 11, 4· πρβλ. 4. 8. 2) τινάσσομαι ἔξω ἐκ τῆς θέσεώς μου, ἐξαρθροῦμαι, ἐπὶ τῶν μελῶν τοῦ σώματος, ἐξ. ἔξαλσιν Ἱππ. π. Ἄρθρ. 811· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τεθραυσμένου ὀστοῦ, Πλούτ. 2. 341Β· ἐπὶ τροχῶν, τινάσσομαι ἔξω τοῦ ἄξονος, Ξεν. Κύρ. 7. 1, 32. ΙΙ. ἀναπηδῶ, ὁ αὐτ. Ἀν. 7. 3, 33· ἐπὶ ἵππων, ἵσταμαι ὀρθὸς ἐπὶ τῶν ὀπισθίων ποδῶν καὶ ὀπισθοδρομῶ, ὁ αὐτ. Κύρ. 7. 1, 27: ― τὸ ἐν τῷ Ὕμνω τοῦ Καλλιμ. εἰς Δήμ. 88 [[χωρίον]] ἐξάλλετο γαστὴρ φαίνεται ἐφθαρμένον, ἴδε Blomf. 2) μεταφ., ἐξ. [[πρός]] τι, προστρέχειν εἴς τι, καταφεύγειν, Πλούτ. 2. 382D.
|lstext='''ἐξάλλομαι''': μέλλ. -ᾰλοῦμαι, Ἀποθ.: ― πηδῶ ἔξω ἀπό τινος τόπου, ἐξάλλεται αὐλῆς, ἐπὶ λέοντος, Ἰλ. Ε. 142· ἀλλαχοῦ ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον κατὰ μετοχ.· ἀόρ. ἐξάλμενος, ἀπολ., ἐκπηδῶ, εἴ τινά που Τρώων ἐξάλμενος ἄνδρα βάλοισθα Ο. 571· [[μετὰ]] γεν., προμάχων ἐξάλμενος, τῶν ἄλλων ἐξ., πηδήσας ἐκ μέσου τῶν..., Ρ. 342, Ψ. 299 (οὐχὶ ἐν τῇ Ὀδ.)· ἐξάλατο ναὸς (Δωρ. ἀντὶ ἐξήλατο νηὸς) Θεόκρ. 17. 100· ἐξ. κατὰ τοῦ τείχους, ἐπήδησε [[κάτω]] ἐκ τοῦ τείχους, Ξεν. Ἑλλην. 7. 2, 6: ― ἀπολ., ἐκπηδῶ, εἶτ’ ἐξήλετο Ἀριστοφ. Σφ. 130· ὦ δαῖμον, ἵν’ ἐξήλου, ποῦ ἐξεπήδησας, ποῦ ἔχεις φθάσῃ! Σοφ. Ο. Τ. 1311· ἐπὶ ἰχθύος, πηδῶ ἔξω τοῦ ὕδατος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 19, 11, 4· πρβλ. 4. 8. 2) τινάσσομαι ἔξω ἐκ τῆς θέσεώς μου, ἐξαρθροῦμαι, ἐπὶ τῶν μελῶν τοῦ σώματος, ἐξ. ἔξαλσιν Ἱππ. π. Ἄρθρ. 811· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τεθραυσμένου ὀστοῦ, Πλούτ. 2. 341Β· ἐπὶ τροχῶν, τινάσσομαι ἔξω τοῦ ἄξονος, Ξεν. Κύρ. 7. 1, 32. ΙΙ. ἀναπηδῶ, ὁ αὐτ. Ἀν. 7. 3, 33· ἐπὶ ἵππων, ἵσταμαι ὀρθὸς ἐπὶ τῶν ὀπισθίων ποδῶν καὶ ὀπισθοδρομῶ, ὁ αὐτ. Κύρ. 7. 1, 27: ― τὸ ἐν τῷ Ὕμνω τοῦ Καλλιμ. εἰς Δήμ. 88 [[χωρίον]] ἐξάλλετο γαστὴρ φαίνεται ἐφθαρμένον, ἴδε Blomf. 2) μεταφ., ἐξ. [[πρός]] τι, προστρέχειν εἴς τι, καταφεύγειν, Πλούτ. 2. 382D.
}}
{{bailly
|btext=<i>impf.</i> ἐξηλλόμην, <i>f.</i> ἐξαλοῦμαι, <i>ao.</i> ἐξηλάμην, <i>ao.2</i> ἐξηλόμην, <i>part. ao. homér.</i> [[ἐξάλμενος]];<br /><b>1</b> sauter <i>ou</i> bondir hors de, gén. ; <i>p. ext.</i> s’élancer hors de : [[τῶν]] ἄλλων IL <i>ou</i> πρὸ [[τῶν]] ἄλλων PLUT en avant des autres ; <i>particul.</i> sauter d’en haut, se précipiter : κατὰ τείχους XÉN du haut d’un mur ; <i>fig.</i> ἰὼ δαῖμον, ἵν’ ἐξήλου ; SOPH hélas ! mon destin, dans quel abîme de maux es-tu plongé ?;<br /><b>2</b> <i>abs.</i> se déboîter;<br /><b>3</b> sauter, bondir, faire des soubresauts <i>en parl. de chevaux</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ἅλλομαι]].
}}
}}

Revision as of 19:56, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξάλλομαι Medium diacritics: ἐξάλλομαι Low diacritics: εξάλλομαι Capitals: ΕΞΑΛΛΟΜΑΙ
Transliteration A: exállomai Transliteration B: exallomai Transliteration C: eksallomai Beta Code: e)ca/llomai

English (LSJ)

fut.

   A -ᾰλοῦμαι LXXMi.2.12: aor. -ηλόμην S.OT1311 (lyr.), -ηλάμην Luc.Asin.53, Dor. -άλατο Theoc. (v. infr.); Ep. aor. part. -άλμενος (v. infr.):—leap out of or forth from, ἐξάλλεται αὐλῆς, of a lion, Il.5.142: elsewh. used by Hom. only in aor. part. ἐξάλμενος, abs., 15.571: c. gen., προμάχων ἐξάλμενος, τῶν ἄλλων ἐ. springing out from the midst of... 17.342, 23.399 (not in Od.); ἐξάλατο ναός Theoc.17.100; ἐ. κατὰ τοῦ τείχους leap down off .., X. HG7.2.6: abs., jump, hop off, Ar.V.130, Act.Ap.3.8; ὦ δαῖμον, ἵν' ἐξήλου; to what point didst thou leap forth, i.e. to what misery hast thou come ? S.OT1311 (lyr.); of fish, leap out of the water, Arist. HA602a29, cf. 528a32.    2 start from its socket, be dislocated, of a limb, ἐ. ἔξαλσιν Hp.Art.46; of a broken bone, Plu.2.341b; of wheels, start from the axle, X.Cyr.7.1.32.    II leap up, Id.An. 7.3.33; μήκιστα ἐ. Ph.1.318; of horses, rear, X.Cyr.7.1.27.    2 ἐξάλλετο γαστήρ swelled, became distended, Call.Cer.88 (s. v.l.).    3 metaph., ἐ. πρός τι fly off to, have recourse to, Plu.2.382e.

German (Pape)

[Seite 866] (s. ἅλλομαι), heraus-, hervorspringen, Ar. Vesp. 138; Xen. Cyr. 8, 8, 25, vom Wagen springen; κατὰ τοῦ τείχους Hell. 7, 2, 6. – Hom. ἐξάλμενος Τρώων, προμάχων, τῶν ἄλλων, aus den Troern hervor zur Schlacht springen, hervorstürmen, Il. 15, 571. 17, 342. 23, 399, wofür Plut. sagt πολὺ πρὸ τῶν ἄλλων ἐξαλλόμενος, Pelop. 32; ἰὼ δαῖμον ἵν' ἐξήλλου (mss. ἐξήλου) Soph. O. R. 1311; der aor. II. ἔξήλοντο steht auch Plut. Conv. sept. sap. 18; aber ἐξήλατο λίθος Marc. 16; – auf-, in die Höhe springen, Xen. Cyr. 7, 1, 32, vgl. §. 27 u. An. 7, 3, 33; übertr., heftig aufgeregt werden, Callim. Cer. 89. Vom Pferde, anspringen, Sext. Emp. adv. math. 8, 271.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξάλλομαι: μέλλ. -ᾰλοῦμαι, Ἀποθ.: ― πηδῶ ἔξω ἀπό τινος τόπου, ἐξάλλεται αὐλῆς, ἐπὶ λέοντος, Ἰλ. Ε. 142· ἀλλαχοῦ ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον κατὰ μετοχ.· ἀόρ. ἐξάλμενος, ἀπολ., ἐκπηδῶ, εἴ τινά που Τρώων ἐξάλμενος ἄνδρα βάλοισθα Ο. 571· μετὰ γεν., προμάχων ἐξάλμενος, τῶν ἄλλων ἐξ., πηδήσας ἐκ μέσου τῶν..., Ρ. 342, Ψ. 299 (οὐχὶ ἐν τῇ Ὀδ.)· ἐξάλατο ναὸς (Δωρ. ἀντὶ ἐξήλατο νηὸς) Θεόκρ. 17. 100· ἐξ. κατὰ τοῦ τείχους, ἐπήδησε κάτω ἐκ τοῦ τείχους, Ξεν. Ἑλλην. 7. 2, 6: ― ἀπολ., ἐκπηδῶ, εἶτ’ ἐξήλετο Ἀριστοφ. Σφ. 130· ὦ δαῖμον, ἵν’ ἐξήλου, ποῦ ἐξεπήδησας, ποῦ ἔχεις φθάσῃ! Σοφ. Ο. Τ. 1311· ἐπὶ ἰχθύος, πηδῶ ἔξω τοῦ ὕδατος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 19, 11, 4· πρβλ. 4. 8. 2) τινάσσομαι ἔξω ἐκ τῆς θέσεώς μου, ἐξαρθροῦμαι, ἐπὶ τῶν μελῶν τοῦ σώματος, ἐξ. ἔξαλσιν Ἱππ. π. Ἄρθρ. 811· ὡσαύτως ἐπὶ τεθραυσμένου ὀστοῦ, Πλούτ. 2. 341Β· ἐπὶ τροχῶν, τινάσσομαι ἔξω τοῦ ἄξονος, Ξεν. Κύρ. 7. 1, 32. ΙΙ. ἀναπηδῶ, ὁ αὐτ. Ἀν. 7. 3, 33· ἐπὶ ἵππων, ἵσταμαι ὀρθὸς ἐπὶ τῶν ὀπισθίων ποδῶν καὶ ὀπισθοδρομῶ, ὁ αὐτ. Κύρ. 7. 1, 27: ― τὸ ἐν τῷ Ὕμνω τοῦ Καλλιμ. εἰς Δήμ. 88 χωρίον ἐξάλλετο γαστὴρ φαίνεται ἐφθαρμένον, ἴδε Blomf. 2) μεταφ., ἐξ. πρός τι, προστρέχειν εἴς τι, καταφεύγειν, Πλούτ. 2. 382D.

French (Bailly abrégé)

impf. ἐξηλλόμην, f. ἐξαλοῦμαι, ao. ἐξηλάμην, ao.2 ἐξηλόμην, part. ao. homér. ἐξάλμενος;
1 sauter ou bondir hors de, gén. ; p. ext. s’élancer hors de : τῶν ἄλλων IL ou πρὸ τῶν ἄλλων PLUT en avant des autres ; particul. sauter d’en haut, se précipiter : κατὰ τείχους XÉN du haut d’un mur ; fig. ἰὼ δαῖμον, ἵν’ ἐξήλου ; SOPH hélas ! mon destin, dans quel abîme de maux es-tu plongé ?;
2 abs. se déboîter;
3 sauter, bondir, faire des soubresauts en parl. de chevaux.
Étymologie: ἐξ, ἅλλομαι.