ἐξάγγελσις: Difference between revisions
From LSJ
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
(6_8) |
(Bailly1_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐξάγγελσις''': -εως, ἡ, τὸ ἐξαγγέλλειν, Ἀριστ. Ρητ. π. Ἀλέξ. 5. 1· ἐκφαντορίαν λέγει τὴν ἐξάγγελσιν Μάξιμος ἐν Σχολ. εἰς Διον. Ἀρεοπ. π. Οὐρ. Ἱερ. σ. 5. | |lstext='''ἐξάγγελσις''': -εως, ἡ, τὸ ἐξαγγέλλειν, Ἀριστ. Ρητ. π. Ἀλέξ. 5. 1· ἐκφαντορίαν λέγει τὴν ἐξάγγελσιν Μάξιμος ἐν Σχολ. εἰς Διον. Ἀρεοπ. π. Οὐρ. Ἱερ. σ. 5. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br />action de faire connaître, rapport.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξαγγέλλω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:56, 9 August 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A statement, Arist.Rh.Al.1426b26.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξάγγελσις: -εως, ἡ, τὸ ἐξαγγέλλειν, Ἀριστ. Ρητ. π. Ἀλέξ. 5. 1· ἐκφαντορίαν λέγει τὴν ἐξάγγελσιν Μάξιμος ἐν Σχολ. εἰς Διον. Ἀρεοπ. π. Οὐρ. Ἱερ. σ. 5.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de faire connaître, rapport.
Étymologie: ἐξαγγέλλω.