ἐπηρεφής: Difference between revisions

From LSJ

περὶ ἀλόγων γραμμῶν καὶ ναστῶν → on incommensurable lines and solids

Source
(6_7)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπηρεφής''': -ές, ([[ἐρέφω]]) ἐπικρεμάμενος, ὑπερκείμενος, ἀσπασίως δ’ ἐς πόντον ἐπηρεφέας φύγε πέτρας [[νηῦς]] ἐμή, «ἐπηρεφέας, [[ἤτοι]] [[ἄνωθεν]] ἐπηρεφεῖς ἢ ἐπικεκλιμένας πέτρας» (Σχόλ.), Ὀδ. Κ. 131, πρβλ. Μ. 59· κρημνοὶ ἐπ. Ἰλ. Μ. 54· [[κότινος]] Θεόκρ. 25, 208· πρβλ. [[κατηρεφής]]. ΙΙ. Παθ., ἐστεγασμένος, οἱ δ’ (οἱ κηφῆνες δηλ.) [[ἔντοσθε]] μένοντες ἐπηρεφέας κατὰ σίμβλους, κτλ., Ἡσ. Θ. 598· ἵνα τε [[σπέος]] ἔστ’ Ἀΐδαο ὕλῃ καὶ πέτρῃσιν ἐπηρεφὲς Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 736· κεκαλυμμένος, ἐσκεπασμένος, ἀζαλίῃσιν ἐπηρεφέας φολίδεσσιν, περὶ τοῦ σώματος δράκοντος, πρβλ. Δ. 144.
|lstext='''ἐπηρεφής''': -ές, ([[ἐρέφω]]) ἐπικρεμάμενος, ὑπερκείμενος, ἀσπασίως δ’ ἐς πόντον ἐπηρεφέας φύγε πέτρας [[νηῦς]] ἐμή, «ἐπηρεφέας, [[ἤτοι]] [[ἄνωθεν]] ἐπηρεφεῖς ἢ ἐπικεκλιμένας πέτρας» (Σχόλ.), Ὀδ. Κ. 131, πρβλ. Μ. 59· κρημνοὶ ἐπ. Ἰλ. Μ. 54· [[κότινος]] Θεόκρ. 25, 208· πρβλ. [[κατηρεφής]]. ΙΙ. Παθ., ἐστεγασμένος, οἱ δ’ (οἱ κηφῆνες δηλ.) [[ἔντοσθε]] μένοντες ἐπηρεφέας κατὰ σίμβλους, κτλ., Ἡσ. Θ. 598· ἵνα τε [[σπέος]] ἔστ’ Ἀΐδαο ὕλῃ καὶ πέτρῃσιν ἐπηρεφὲς Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 736· κεκαλυμμένος, ἐσκεπασμένος, ἀζαλίῃσιν ἐπηρεφέας φολίδεσσιν, περὶ τοῦ σώματος δράκοντος, πρβλ. Δ. 144.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> qui couvre en dessus, qui surplombe;<br /><b>2</b> qui recouvre en tombant sur.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἐρέφω]].
}}
}}

Revision as of 19:56, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπηρεφής Medium diacritics: ἐπηρεφής Low diacritics: επηρεφής Capitals: ΕΠΗΡΕΦΗΣ
Transliteration A: epērephḗs Transliteration B: epērephēs Transliteration C: epirefis Beta Code: e)phrefh/s

English (LSJ)

ές,

   A overhanging, beetling, ἐπηρεφέας φύγε πέτρας νηῦς ἐμή Od.10.131, cf. 12.59; κρημνοὶ ἐ. Il.12.54; κότινος Theoc.25.208.    II Pass., covered, sheltered, σίμβλοι Hes.Th.598; ἐ. φολίδεσσι, of a dragon, A.R.4.144; σπέος πέτρῃσιν ἐ. Id.2.736; νήσους ἐ. δονάκεσσιν Simm.1.8; κόρυμβοι ἐ. πετάλοισι Nic.Fr.74.24, cf. Hld.8.14.

German (Pape)

[Seite 921] ές, 1) von oben her beschattend, πέτραι, überhangende, Od. 10, 131. 12, 59, wie κρημνοί Il. 12, 54. – 2) von oben beschattet, überwölbt, σίμβλοι Hes. Th. 598; σπέος An. Rh. 2, 736, vgl. κατηρεφής; τινί, mit Etwas, 4, 144; Nic. bei Ath. XV, 683 d; κότινος Theocr. 25, 208.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπηρεφής: -ές, (ἐρέφω) ἐπικρεμάμενος, ὑπερκείμενος, ἀσπασίως δ’ ἐς πόντον ἐπηρεφέας φύγε πέτρας νηῦς ἐμή, «ἐπηρεφέας, ἤτοι ἄνωθεν ἐπηρεφεῖς ἢ ἐπικεκλιμένας πέτρας» (Σχόλ.), Ὀδ. Κ. 131, πρβλ. Μ. 59· κρημνοὶ ἐπ. Ἰλ. Μ. 54· κότινος Θεόκρ. 25, 208· πρβλ. κατηρεφής. ΙΙ. Παθ., ἐστεγασμένος, οἱ δ’ (οἱ κηφῆνες δηλ.) ἔντοσθε μένοντες ἐπηρεφέας κατὰ σίμβλους, κτλ., Ἡσ. Θ. 598· ἵνα τε σπέος ἔστ’ Ἀΐδαο ὕλῃ καὶ πέτρῃσιν ἐπηρεφὲς Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 736· κεκαλυμμένος, ἐσκεπασμένος, ἀζαλίῃσιν ἐπηρεφέας φολίδεσσιν, περὶ τοῦ σώματος δράκοντος, πρβλ. Δ. 144.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 qui couvre en dessus, qui surplombe;
2 qui recouvre en tombant sur.
Étymologie: ἐπί, ἐρέφω.