ἐπικροτέω: Difference between revisions

From LSJ

Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)

Source
(6_20)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπικροτέω''': ποιῶ κρότον ἐπί τινος, τὰ δ’ ἅρματα ἐπικροτέοντα πέτοντο, ἐτινάσσοντο [[ὑπεράνω]] τοῦ ἐδάφους κροτοῦντα, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 308: ― μετ’ αἰτ., κτυπῶ [[μετὰ]] κρότου, [[συγκρούω]], τὰ κύμβαλα Ἀλκίφρων 1. 12˙ [[γένειον]] Ὀππ. Κ. 2. 244. 2) κροτῶ τὰς χεῖρας, ἐπευφημῶ, ἐπιδοκιμάζω, Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 304, Πλουτ. Ἀντών. 12, Λουκ. Χάρ. 8: ― μεταγεν., ἡμῶν δὲ ἐξ ἀπειρίας τὼ χεῖρε ἐπικροτούντων Συνέσ. 166D. 3) [[μετὰ]] δοτ. ὀργανικῆς, ἐπικροτῶν τοῖς ὁδοῦσι Ψευδο-Λουκ. Φιλόπατρ. 21˙ ἐπ. τοῖς δακτύλοις (ὡς νῦν οἱ ὀρχούμενοι), Λατ. digitis crepare, Εὐστ. 1602. 10˙ ἀπολ., Ἀριστόβ. παρ’ Ἀθην. 530Β.
|lstext='''ἐπικροτέω''': ποιῶ κρότον ἐπί τινος, τὰ δ’ ἅρματα ἐπικροτέοντα πέτοντο, ἐτινάσσοντο [[ὑπεράνω]] τοῦ ἐδάφους κροτοῦντα, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 308: ― μετ’ αἰτ., κτυπῶ [[μετὰ]] κρότου, [[συγκρούω]], τὰ κύμβαλα Ἀλκίφρων 1. 12˙ [[γένειον]] Ὀππ. Κ. 2. 244. 2) κροτῶ τὰς χεῖρας, ἐπευφημῶ, ἐπιδοκιμάζω, Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 304, Πλουτ. Ἀντών. 12, Λουκ. Χάρ. 8: ― μεταγεν., ἡμῶν δὲ ἐξ ἀπειρίας τὼ χεῖρε ἐπικροτούντων Συνέσ. 166D. 3) [[μετὰ]] δοτ. ὀργανικῆς, ἐπικροτῶν τοῖς ὁδοῦσι Ψευδο-Λουκ. Φιλόπατρ. 21˙ ἐπ. τοῖς δακτύλοις (ὡς νῦν οἱ ὀρχούμενοι), Λατ. digitis crepare, Εὐστ. 1602. 10˙ ἀπολ., Ἀριστόβ. παρ’ Ἀθην. 530Β.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />faire du bruit : τοῖς ὀδοῦσι LUC claquer des dents ; <i>abs.</i> ἐπικροτεῖν applaudir : τινι qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπίκροτος]].
}}
}}

Revision as of 19:56, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπικροτέω Medium diacritics: ἐπικροτέω Low diacritics: επικροτέω Capitals: ΕΠΙΚΡΟΤΕΩ
Transliteration A: epikrotéō Transliteration B: epikroteō Transliteration C: epikroteo Beta Code: e)pikrote/w

English (LSJ)

   A rattle on or over, τὰ δ' ἐπικροτέοντα πέτοντο ἅρματα flew rattling over the ground, Hes.Sc.308.    2. c. acc., strike with a rattling sound, clash, κύμβαλα Alciphr.1.12; κρόταλα Luc.Syr.D. 44; γένειον Opp.C.2.244.    3. clap, applaud, Men.887, Plu.Ant. 12; τινί Luc.Cont.8.    4. c.dat.instr., ἐ. ὀδοῦσι chatter with one's teeth, Ps.-Luc.Philopatr.21; ἐ. τοῖς δακτύλοις snap the fingers, Eust. 1602.16: abs., Aristobul.9J.codd.Ath.

German (Pape)

[Seite 954] dabei Geräusch machen, rasseln; ἅρματα ἐπικροτέοντα, daherrasselnde Wagen, Hes. Sc. 308; τοῖς ὀδοῦσι, mit den Zähnen klappern, Luc. Philopatr. 21; – τὼ χεῖρε, die Hände zusammenschlagen, um Beifall zu klatschen, Synes.; u. ohne den Zusatz, ἐξάραντες ἐπικροτήσατε Menand. bei Schol. Ar. Plut. 689; τινί, Luc. Char. 8; Plut. Anton. 12; aber τοῖς δακτύλοις = dazu mit den Fingern ein Schnippchen schlagen, Ath. XII, 530 b. – Auch ἄκραν τὴν ὁπλὴν τῇ γῇ, darauf schlagen, Heliod.; τὰ κύμβαλα, die Cymbeln dazu schlagen, Alciphr. 1, 12.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπικροτέω: ποιῶ κρότον ἐπί τινος, τὰ δ’ ἅρματα ἐπικροτέοντα πέτοντο, ἐτινάσσοντο ὑπεράνω τοῦ ἐδάφους κροτοῦντα, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 308: ― μετ’ αἰτ., κτυπῶ μετὰ κρότου, συγκρούω, τὰ κύμβαλα Ἀλκίφρων 1. 12˙ γένειον Ὀππ. Κ. 2. 244. 2) κροτῶ τὰς χεῖρας, ἐπευφημῶ, ἐπιδοκιμάζω, Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 304, Πλουτ. Ἀντών. 12, Λουκ. Χάρ. 8: ― μεταγεν., ἡμῶν δὲ ἐξ ἀπειρίας τὼ χεῖρε ἐπικροτούντων Συνέσ. 166D. 3) μετὰ δοτ. ὀργανικῆς, ἐπικροτῶν τοῖς ὁδοῦσι Ψευδο-Λουκ. Φιλόπατρ. 21˙ ἐπ. τοῖς δακτύλοις (ὡς νῦν οἱ ὀρχούμενοι), Λατ. digitis crepare, Εὐστ. 1602. 10˙ ἀπολ., Ἀριστόβ. παρ’ Ἀθην. 530Β.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
faire du bruit : τοῖς ὀδοῦσι LUC claquer des dents ; abs. ἐπικροτεῖν applaudir : τινι qqn.
Étymologie: ἐπίκροτος.