ἐποχθίδιος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds

Source
(6_4)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐποχθίδιος''': -α, -ον, ([[ὄχθη]]), ἐπὶ τῶν ὄχθων τὰς διατριβὰς ποιούμενος, Νύμφαι ἐποχθίδιαι, Νηρηΐδες, εἴδετε Δάφνιν χθιζὸν Ἀνθ. Π. 9. 556.
|lstext='''ἐποχθίδιος''': -α, -ον, ([[ὄχθη]]), ἐπὶ τῶν ὄχθων τὰς διατριβὰς ποιούμενος, Νύμφαι ἐποχθίδιαι, Νηρηΐδες, εἴδετε Δάφνιν χθιζὸν Ἀνθ. Π. 9. 556.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />qui habite sur les hauteurs, sur les collines.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ὄχθη]].
}}
}}

Revision as of 19:57, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐποχθίδιος Medium diacritics: ἐποχθίδιος Low diacritics: εποχθίδιος Capitals: ΕΠΟΧΘΙΔΙΟΣ
Transliteration A: epochthídios Transliteration B: epochthidios Transliteration C: epochthidios Beta Code: e)poxqi/dios

English (LSJ)

α, ον, (ὄχθη)

   A on or of the river-banks, Νύμφαι AP9.556 (Zon.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐποχθίδιος: -α, -ον, (ὄχθη), ἐπὶ τῶν ὄχθων τὰς διατριβὰς ποιούμενος, Νύμφαι ἐποχθίδιαι, Νηρηΐδες, εἴδετε Δάφνιν χθιζὸν Ἀνθ. Π. 9. 556.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui habite sur les hauteurs, sur les collines.
Étymologie: ἐπί, ὄχθη.