εὐδρομέω: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit

Source
(6_3)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐδρομέω''': [[τρέχω]] [[καλῶς]], εἶμαι [[ταχύς]], Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 467, Πλουτ. Φιλοπ. 18: μεταφ., εὐτυχῶ, εὐημερῶ, Φιλόστρ. 807· εὐδρόμι (δηλ. εὐδρόμει) ἐπὶ τύμβου, Συλλ. Ἐπιγρ. 6760.
|lstext='''εὐδρομέω''': [[τρέχω]] [[καλῶς]], εἶμαι [[ταχύς]], Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 467, Πλουτ. Φιλοπ. 18: μεταφ., εὐτυχῶ, εὐημερῶ, Φιλόστρ. 807· εὐδρόμι (δηλ. εὐδρόμει) ἐπὶ τύμβου, Συλλ. Ἐπιγρ. 6760.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />courir vite.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[δρόμος]].
}}
}}

Revision as of 19:57, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐδρομέω Medium diacritics: εὐδρομέω Low diacritics: ευδρομέω Capitals: ΕΥΔΡΟΜΕΩ
Transliteration A: eudroméō Transliteration B: eudromeō Transliteration C: evdromeo Beta Code: eu)drome/w

English (LSJ)

   A to be fleet of foot, Men. 681, Plu.Phil.18: metaph., go off well, Philostr.Im.1.30; to be successful, S.E.M.10.36.

German (Pape)

[Seite 1063] gut, schnell laufen, Plut. Philop. 18 u. a. Sp.; ὁ λόγος, Men. Stob. fl. app. 3, 24; ἡ κατάληψις, S. Emp. adv. phys. 2, 36.

Greek (Liddell-Scott)

εὐδρομέω: τρέχω καλῶς, εἶμαι ταχύς, Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 467, Πλουτ. Φιλοπ. 18: μεταφ., εὐτυχῶ, εὐημερῶ, Φιλόστρ. 807· εὐδρόμι (δηλ. εὐδρόμει) ἐπὶ τύμβου, Συλλ. Ἐπιγρ. 6760.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
courir vite.
Étymologie: εὖ, δρόμος.