ἐράστρια: Difference between revisions

From LSJ

ἅλμην πιόντες ἐξαπῆλθον τοῦ βίου → they drank seawater and departed from life

Source
(6_10)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐράστρια''': ἡ, θηλ. τοῦ [[ἐραστής]], ἡ ἐρῶσα, «καὶ γυναῖκας ἐραστρίας Εὔπολις εἴρηκεν» [[Πολυδ]]. Γ΄. 50· [[μετὰ]] γεν., ὁκόθεν γὰρ ἐράστριαι τελέθουσιν ἀλλοτρίων λεχέων κτλ. Περικτυόνη παρὰ Στοβ. ἐν Ἀνθολ. τ. 3 σελ 138 ἔκδ. Gaisf., Αἰλ. π. Ζ. 3. 40.
|lstext='''ἐράστρια''': ἡ, θηλ. τοῦ [[ἐραστής]], ἡ ἐρῶσα, «καὶ γυναῖκας ἐραστρίας Εὔπολις εἴρηκεν» [[Πολυδ]]. Γ΄. 50· [[μετὰ]] γεν., ὁκόθεν γὰρ ἐράστριαι τελέθουσιν ἀλλοτρίων λεχέων κτλ. Περικτυόνη παρὰ Στοβ. ἐν Ἀνθολ. τ. 3 σελ 138 ἔκδ. Gaisf., Αἰλ. π. Ζ. 3. 40.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />amante.<br />'''Étymologie:''' [[ἐράω]].
}}
}}

Revision as of 19:57, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐράστρια Medium diacritics: ἐράστρια Low diacritics: εράστρια Capitals: ΕΡΑΣΤΡΙΑ
Transliteration A: erástria Transliteration B: erastria Transliteration C: erastria Beta Code: e)ra/stria

English (LSJ)

ἡ, fem. of ἐραστής,

   A lover, Eup.414 ; ἀλλοτρίων λεχέων Perict. ap. Stob.4.28.19, cf.Ael.NA3.40.

German (Pape)

[Seite 1017] ἡ, fem. zu ἐραστής, die Liebende, Perict. Stob. fl.. 85, 19; Poll. 3, 70; Ael. H. A. 3, 40. 4, 54.

Greek (Liddell-Scott)

ἐράστρια: ἡ, θηλ. τοῦ ἐραστής, ἡ ἐρῶσα, «καὶ γυναῖκας ἐραστρίας Εὔπολις εἴρηκεν» Πολυδ. Γ΄. 50· μετὰ γεν., ὁκόθεν γὰρ ἐράστριαι τελέθουσιν ἀλλοτρίων λεχέων κτλ. Περικτυόνη παρὰ Στοβ. ἐν Ἀνθολ. τ. 3 σελ 138 ἔκδ. Gaisf., Αἰλ. π. Ζ. 3. 40.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
amante.
Étymologie: ἐράω.