ἐσχαρίς: Difference between revisions

From LSJ

Πενίαν φέρειν καὶ γῆράς ἐστι δύσκολον → Tolerare inopiam cum senectute arduum est → Im Alter Armut zu ertragen ist gar schwer

Menander, Monostichoi, 461
(6_12)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐσχᾰρίς''': -ίδος, ἡ, μικρὸν πύραυνον, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 435. Ἄλεξ. ἐν «Φιλίσκῳ» 1, Πλουτ. Κράσσ. 16, κτλ.· ἐσχ. χρυσῆ Συλλ. Ἐπιγρ. 2859· [[εἶδος]] φανοῦ ἐν χρήσει πρὸς ἁλιείαν κατὰ τὴν νύκτα, «πυροφάνι», τῆς πρῴρας τῶν ἀκατίων κοίλας τινὰς ἐξαρτῶσιν ἐσχαρίδας πυρὸς Αἰλ. π. Ζ. 2. 8, ἴδε τὴν λ. ἰπνὸς ΙΙΙ.
|lstext='''ἐσχᾰρίς''': -ίδος, ἡ, μικρὸν πύραυνον, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 435. Ἄλεξ. ἐν «Φιλίσκῳ» 1, Πλουτ. Κράσσ. 16, κτλ.· ἐσχ. χρυσῆ Συλλ. Ἐπιγρ. 2859· [[εἶδος]] φανοῦ ἐν χρήσει πρὸς ἁλιείαν κατὰ τὴν νύκτα, «πυροφάνι», τῆς πρῴρας τῶν ἀκατίων κοίλας τινὰς ἐξαρτῶσιν ἐσχαρίδας πυρὸς Αἰλ. π. Ζ. 2. 8, ἴδε τὴν λ. ἰπνὸς ΙΙΙ.
}}
{{bailly
|btext=ίδος (ἡ) :<br />brasier pour la pêche de nuit (~lamparo).<br />'''Étymologie:''' [[ἐσχάρα]].
}}
}}

Revision as of 19:58, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐσχαρίς Medium diacritics: ἐσχαρίς Low diacritics: εσχαρίς Capitals: ΕΣΧΑΡΙΣ
Transliteration A: escharís Transliteration B: escharis Transliteration C: escharis Beta Code: e)sxari/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ,

   A brazier, Alex.250, Plu.Crass.16, etc. ; . χρυσῆ CIG2859 (Branchidae) ; ἐ. ἀργυρᾶ IG12(8).51.22 (Imbros, ii B.C.) ; used in fishing by night. Ael.NA2.8.

German (Pape)

[Seite 1045] ίδος, ἡ, Kohlenbecken, Räucherpfanne, Alexis bei Ath. XIV, 642 f; Plut. Poplic. 17, öfter, u. a. Sp.; vgl. noch Ael. N. A. 2, 8.

Greek (Liddell-Scott)

ἐσχᾰρίς: -ίδος, ἡ, μικρὸν πύραυνον, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 435. Ἄλεξ. ἐν «Φιλίσκῳ» 1, Πλουτ. Κράσσ. 16, κτλ.· ἐσχ. χρυσῆ Συλλ. Ἐπιγρ. 2859· εἶδος φανοῦ ἐν χρήσει πρὸς ἁλιείαν κατὰ τὴν νύκτα, «πυροφάνι», τῆς πρῴρας τῶν ἀκατίων κοίλας τινὰς ἐξαρτῶσιν ἐσχαρίδας πυρὸς Αἰλ. π. Ζ. 2. 8, ἴδε τὴν λ. ἰπνὸς ΙΙΙ.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
brasier pour la pêche de nuit (~lamparo).
Étymologie: ἐσχάρα.