εὐτονέω: Difference between revisions

From LSJ

Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.

Source
(6_6)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐτονέω''': εἶμαι [[εὔτονος]], ἔχω εὐτονίαν, δύναμιν, Ἱππ. Ἐπιστ. 1279. 1., 1283. 48· ἔχω τὴν δύναμιν ἢ τὰ μέσα νὰ πράξω τι, εἰπεῖν τι Πλούτ. 2. 531Β, πρβλ. 533Ε· παρέχειν τι Συλλ. Ἐπιγρ. 5853. 10.
|lstext='''εὐτονέω''': εἶμαι [[εὔτονος]], ἔχω εὐτονίαν, δύναμιν, Ἱππ. Ἐπιστ. 1279. 1., 1283. 48· ἔχω τὴν δύναμιν ἢ τὰ μέσα νὰ πράξω τι, εἰπεῖν τι Πλούτ. 2. 531Β, πρβλ. 533Ε· παρέχειν τι Συλλ. Ἐπιγρ. 5853. 10.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />avoir de la force, de l’énergie ; avec un inf., avoir la force <i>ou</i> la faculté de.<br />'''Étymologie:''' [[εὔτονος]].
}}
}}

Revision as of 19:58, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐτονέω Medium diacritics: εὐτονέω Low diacritics: ευτονέω Capitals: ΕΥΤΟΝΕΩ
Transliteration A: eutonéō Transliteration B: eutoneō Transliteration C: eftoneo Beta Code: eu)tone/w

English (LSJ)

   A have power or faculties, Hp.Ep.16,17; have power or means to do, εἰπεῖν τι Plu.2.531b, cf. 533e; παρέχειν τι IG14.830.10 (Puteoli, ii A.D.), cf. Wilcken Chr.176.18 (i A.D.); τοῦ μηδὲν αὐτῶν λυθῆναι SIG1109.30, cf. 49 (ii A.D.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐτονέω: εἶμαι εὔτονος, ἔχω εὐτονίαν, δύναμιν, Ἱππ. Ἐπιστ. 1279. 1., 1283. 48· ἔχω τὴν δύναμιν ἢ τὰ μέσα νὰ πράξω τι, εἰπεῖν τι Πλούτ. 2. 531Β, πρβλ. 533Ε· παρέχειν τι Συλλ. Ἐπιγρ. 5853. 10.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
avoir de la force, de l’énergie ; avec un inf., avoir la force ou la faculté de.
Étymologie: εὔτονος.