ἠθοποιός: Difference between revisions
From LSJ
Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
(6_17) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἠθοποιός''': -όν, μορφώνων, διαπλάττων χαρακτῆρα, [[μέλη]] Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 6. 36· [[παίδευσις]] Πλούτ. Θεμιστ. 2· τὴν γεωργίαν [[μᾶλλον]] ὡς ἠθοποιὸν ἢ πλουτοποιὸν ἀγαπήσας ὁ αὐτ. Νόμ. 10 κλ.· - τὸ ἠθ. = [[ἠθοποιία]], ὁ αὐτ. 2. 660Β. | |lstext='''ἠθοποιός''': -όν, μορφώνων, διαπλάττων χαρακτῆρα, [[μέλη]] Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 6. 36· [[παίδευσις]] Πλούτ. Θεμιστ. 2· τὴν γεωργίαν [[μᾶλλον]] ὡς ἠθοποιὸν ἢ πλουτοποιὸν ἀγαπήσας ὁ αὐτ. Νόμ. 10 κλ.· - τὸ ἠθ. = [[ἠθοποιία]], ὁ αὐτ. 2. 660Β. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ός, όν :<br />qui forme le caractère.<br />'''Étymologie:''' [[ἦθος]], [[ποιέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:58, 9 August 2017
English (LSJ)
όν,
A forming character, ἠ. τὸ θερμόν Arist.Pr.955a32; μέλη S.E.M.6.36; παιδεύσεις Plu.Them. 2; τὸ ἠ.,= foreg. 1, Id.2.660c.
German (Pape)
[Seite 1157] die Sitten, den Charakter bildend; παίδευσις Plut. Themist. 2; μαθήματα Dion. 9; die Sitten, den Charakter eines Andern darstellend, nachbildend, Rhett.
Greek (Liddell-Scott)
ἠθοποιός: -όν, μορφώνων, διαπλάττων χαρακτῆρα, μέλη Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 6. 36· παίδευσις Πλούτ. Θεμιστ. 2· τὴν γεωργίαν μᾶλλον ὡς ἠθοποιὸν ἢ πλουτοποιὸν ἀγαπήσας ὁ αὐτ. Νόμ. 10 κλ.· - τὸ ἠθ. = ἠθοποιία, ὁ αὐτ. 2. 660Β.