ἦτρον: Difference between revisions
Λύπην γὰρ εὔνους οἶδε θεραπεύειν λόγος → Sanare luctum scit benevola oratio → Betrübnis weiß zu heilen ein geneigtes Wort
(6_22) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἦτρον''': τό, τὸ ὑπὸ τὸν ὀμφαλὸν [[μέρος]], τὸ [[ὑπογάστριον]], ὁ μεταξὺ ὀμφαλοῦ καὶ αἰδοίου [[τόπος]], Ἱππ. Ἀφ. 1245, Πλάτ. Φαίδωνι 118Α, Ξεν. Ἀν. 4. 7, 15, Δημ. 1260. 23, Ἀριστ. Ι. Ζ. 1. 13, 1· μεταφ., ἐπὶ ἀγγείου, ἡ [[κοιλία]] [[αὐτοῦ]], [[ἦτρον]] χύτρας Ἀριστοφ. Θεσμ. 509. II. ἡ [[ἐντεριώνη]] καλάμου, Νίκ. Θηρ. 595. | |lstext='''ἦτρον''': τό, τὸ ὑπὸ τὸν ὀμφαλὸν [[μέρος]], τὸ [[ὑπογάστριον]], ὁ μεταξὺ ὀμφαλοῦ καὶ αἰδοίου [[τόπος]], Ἱππ. Ἀφ. 1245, Πλάτ. Φαίδωνι 118Α, Ξεν. Ἀν. 4. 7, 15, Δημ. 1260. 23, Ἀριστ. Ι. Ζ. 1. 13, 1· μεταφ., ἐπὶ ἀγγείου, ἡ [[κοιλία]] [[αὐτοῦ]], [[ἦτρον]] χύτρας Ἀριστοφ. Θεσμ. 509. II. ἡ [[ἐντεριώνη]] καλάμου, Νίκ. Θηρ. 595. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br />bas-ventre.<br />'''Étymologie:''' [[ἦτορ]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:59, 9 August 2017
English (LSJ)
τό,
A abdomen, esp. the lower part of it, Hp.Aph.2.35, Pl.Phd. 118a, X.An.4.7.15, D.54.11, Arist.HA493a19, Sor.1.24: metaph., belly of a pot, Ar.Th.509. II pith of a reed, Nic.Th.595.
German (Pape)
[Seite 1179] τό (ἦτορ?), der Unterleib, der Bauch vom Nabel abwärts, Xen. de re equ. 12, 4 u. Dem. 54, 11; vgl. Arist. H. A. 1, 12; Poll. 2, 170, wie es auch Tim. lex. Plat. erkl. ὁ μεταξὺ ὀμφαλοῦ τε καὶ αἰδοίου τόπος. Auch Bauch eines Gefäßes, Topfes, χύτρας Ar. Th. 509. Bei Nic. Th. 595 νάρθηκος, nach Schol. ἐντεριώνη, Mark. – Nach Suid. auch κάλυμμα τῆς μήτρας.
Greek (Liddell-Scott)
ἦτρον: τό, τὸ ὑπὸ τὸν ὀμφαλὸν μέρος, τὸ ὑπογάστριον, ὁ μεταξὺ ὀμφαλοῦ καὶ αἰδοίου τόπος, Ἱππ. Ἀφ. 1245, Πλάτ. Φαίδωνι 118Α, Ξεν. Ἀν. 4. 7, 15, Δημ. 1260. 23, Ἀριστ. Ι. Ζ. 1. 13, 1· μεταφ., ἐπὶ ἀγγείου, ἡ κοιλία αὐτοῦ, ἦτρον χύτρας Ἀριστοφ. Θεσμ. 509. II. ἡ ἐντεριώνη καλάμου, Νίκ. Θηρ. 595.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
bas-ventre.
Étymologie: ἦτορ.