θηρίωσις: Difference between revisions
From LSJ
(6_8) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θηρίωσις''': -εως, ἡ, ἡ εἰς [[θηρίον]] [[μεταβολή]], Λουκ. Ὀρχ. 48. ΙΙ. [[ἀγριότης]], τὸ κτηνῶδες, Γρηγ. Νύσσ. | |lstext='''θηρίωσις''': -εως, ἡ, ἡ εἰς [[θηρίον]] [[μεταβολή]], Λουκ. Ὀρχ. 48. ΙΙ. [[ἀγριότης]], τὸ κτηνῶδες, Γρηγ. Νύσσ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br />métamorphose en bête sauvage.<br />'''Étymologie:''' [[θηρίον]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:59, 9 August 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A turning into a beast, Luc. Salt.48.
German (Pape)
[Seite 1210] ἡ, Verwandlung in ein Thier, Luc. salt. 48.
Greek (Liddell-Scott)
θηρίωσις: -εως, ἡ, ἡ εἰς θηρίον μεταβολή, Λουκ. Ὀρχ. 48. ΙΙ. ἀγριότης, τὸ κτηνῶδες, Γρηγ. Νύσσ.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
métamorphose en bête sauvage.
Étymologie: θηρίον.