καθυπισχνέομαι: Difference between revisions
From LSJ
Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis
(6_7) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καθυπισχνέομαι''': ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ [[ὑπισχνέομαι]], Λουκ. Ρητόρ. Διδ. 25, Ἑρμότ. 6, Ναζ. τ. 2. σ. 188D. - Καθ’ Ἡσύχ. «καθυπισχνεῖτο, ὡμολογεῖτο». | |lstext='''καθυπισχνέομαι''': ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ [[ὑπισχνέομαι]], Λουκ. Ρητόρ. Διδ. 25, Ἑρμότ. 6, Ναζ. τ. 2. σ. 188D. - Καθ’ Ἡσύχ. «καθυπισχνεῖτο, ὡμολογεῖτο». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-οῦμαι;<br /><i>ao.</i> καθυπεσχόμην;<br />promettre.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ὑπισχνέομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:59, 9 August 2017
English (LSJ)
strengthd. for ὑπισχ-, Luc.Herm.6, Rh.Pr.25, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1290] (s. ὑπισχνέομαι), versprechen, Luc. Hermot. 6 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
καθυπισχνέομαι: ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ ὑπισχνέομαι, Λουκ. Ρητόρ. Διδ. 25, Ἑρμότ. 6, Ναζ. τ. 2. σ. 188D. - Καθ’ Ἡσύχ. «καθυπισχνεῖτο, ὡμολογεῖτο».
French (Bailly abrégé)
-οῦμαι;
ao. καθυπεσχόμην;
promettre.
Étymologie: κατά, ὑπισχνέομαι.