κάθοδος: Difference between revisions
Φίλον βέβαιον ἐν κακοῖσι μὴ φοβοῦ → Fidelem amicum ne time in rebus malis → Hab in der Not nicht Angst vor einem treuen Freund
(6_12) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κάθοδος''': Ἰων. [[κάτοδος]], ἡ, [[κατάβασις]], Πλούτ. 2. 378E, Λουκ. Νεκυομ. 2· ὁδὸς πρὸς τὰ [[κάτω]], ὁ αὐτ. ἐν Νεκρ. Διαλ. 27. 1· - ἐπὶ πραγμάτων ἐσθιομένων, ἐν τῇ καθόδῳ ἡ ἡδονὴ Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 11, 4. 2) ἡ κάθ. ἡ ἐπὶ θάλασσαν, ὡς τὸ [[κατάβασις]], Ἀρρ. Ἀν. 1. 2, 4. ΙΙ. [[ἐπάνοδος]], [[ἐπιστροφή]], Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 19, Θουκ. 3. 114· ἰδίως [[ἐπάνοδος]] ἐξορίστου εἰς τὴν πατρίδα του, Ἡρόδ. 1. 60, 61, κ. ἀλλ., Θουκ. 3. 85., 5. 16, κτλ.· κάθ. καὶ [[ἄδεια]] ὁ αὐτ. 8. 81. ΙΙΙ. = [[περίοδος]], Ἑβδ. (Ἐκκλ. Ϛ΄, 6), Φώτ. | |lstext='''κάθοδος''': Ἰων. [[κάτοδος]], ἡ, [[κατάβασις]], Πλούτ. 2. 378E, Λουκ. Νεκυομ. 2· ὁδὸς πρὸς τὰ [[κάτω]], ὁ αὐτ. ἐν Νεκρ. Διαλ. 27. 1· - ἐπὶ πραγμάτων ἐσθιομένων, ἐν τῇ καθόδῳ ἡ ἡδονὴ Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 11, 4. 2) ἡ κάθ. ἡ ἐπὶ θάλασσαν, ὡς τὸ [[κατάβασις]], Ἀρρ. Ἀν. 1. 2, 4. ΙΙ. [[ἐπάνοδος]], [[ἐπιστροφή]], Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 19, Θουκ. 3. 114· ἰδίως [[ἐπάνοδος]] ἐξορίστου εἰς τὴν πατρίδα του, Ἡρόδ. 1. 60, 61, κ. ἀλλ., Θουκ. 3. 85., 5. 16, κτλ.· κάθ. καὶ [[ἄδεια]] ὁ αὐτ. 8. 81. ΙΙΙ. = [[περίοδος]], Ἑβδ. (Ἐκκλ. Ϛ΄, 6), Φώτ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ἡ) :<br /><b>I.</b> descente :<br /><b>1</b> chemin pour descendre;<br /><b>2</b> action de descendre;<br /><b>II.</b> retour ; <i>particul.</i> retour d’un exilé.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ὁδός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:59, 9 August 2017
English (LSJ)
Ion. κάτοδος, ἡ,
A descent, esp. of Demeter, Plu.2.378e; represented in mysteries, Herod.1.56; and so of a procession, ἥρωος κ. Call.Aet.1.1.26: generally, going down, τῶν ἐδεστῶν ἐν τῇ κ. ἡ ἡδονή Arist.PA690b30, cf. Luc.Nec.2; way down, Id.DMort.27.1; of planets, declination, Simp.in Cael.510.29. 2 ἡ κ. ἡ ἐπὶ θάλασσαν, = κατάβασις, Arr.An.1.2.4. 3 journey down the Nile, POxy. 1119.27 (iii A.D.), etc. II coming back, return, E.HF19, Th.3.114; esp. of an exile to his country, Hdt.1.60,61, al., Th.3.85,5.16, etc.; κ. καὶ ἄδεια Id.8.81. III cycle, recurrence, χιλίων ἐτῶν κ. a thousand years twice told, in pl., LXXEc.6.6, cf. Phot.; also τρεῖς καθόδους three times, LXX 3 Ki.9.25, cf. Aq.Ex.34.24, al.; ἄχρι δύο καθόδων twice over, Alex.Trall.1.17.
German (Pape)
[Seite 1288] ἡ, der Weg hinab, Luc. D. mort. 27, 1, das Hinuntergehen, z. B. in die Unterwelt, Plut. Is. et Os. 69; τῶν ἐδεστῶν ἐν τῇ καθόδῳ ἡ ἡδονή, d. i. beim Hinunterschlucken, Arist. part. an. 4, 11. – Gew. die Rückkehr, καθόδου δί. δωσι μισθὸν Εὐρυσθεῖ μέγαν Eur. Herc. Fur. 19; bes. der Verbannten in ihr Vaterland, Her. 1, 60 u. öfter, in der ion. Form κάτοδος; Thuc. ψηφισαμένων αὐτῶν Ἀλκιβιάδῃ κάθοδον καὶ ἄδειαν 8, 81; Plat. Legg. IX, 867 d; Xen. Hell. 1, 1, 22 u. öfter; Lys. 18, 10; ἡ τῶν Ἡρακλειδῶν Pol. 2, 41, 4; Plut. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
κάθοδος: Ἰων. κάτοδος, ἡ, κατάβασις, Πλούτ. 2. 378E, Λουκ. Νεκυομ. 2· ὁδὸς πρὸς τὰ κάτω, ὁ αὐτ. ἐν Νεκρ. Διαλ. 27. 1· - ἐπὶ πραγμάτων ἐσθιομένων, ἐν τῇ καθόδῳ ἡ ἡδονὴ Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 11, 4. 2) ἡ κάθ. ἡ ἐπὶ θάλασσαν, ὡς τὸ κατάβασις, Ἀρρ. Ἀν. 1. 2, 4. ΙΙ. ἐπάνοδος, ἐπιστροφή, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 19, Θουκ. 3. 114· ἰδίως ἐπάνοδος ἐξορίστου εἰς τὴν πατρίδα του, Ἡρόδ. 1. 60, 61, κ. ἀλλ., Θουκ. 3. 85., 5. 16, κτλ.· κάθ. καὶ ἄδεια ὁ αὐτ. 8. 81. ΙΙΙ. = περίοδος, Ἑβδ. (Ἐκκλ. Ϛ΄, 6), Φώτ.
French (Bailly abrégé)
ου (ἡ) :
I. descente :
1 chemin pour descendre;
2 action de descendre;
II. retour ; particul. retour d’un exilé.
Étymologie: κατά, ὁδός.