κάθυδρος: Difference between revisions

From LSJ

Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu

Menander, Monostichoi, 460
(6_22)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κάθυδρος''': ῠ, ον, [[πλήρης]] ὕδατος, [[κάθυδρος]] [[κρατήρ]] Σοφ. Ο. Κ. 158 (πρβλ. κατωτ. 472)· [[χωρίον]] ἐπίπεδον… γεῶδες καὶ κάθυδρον Πολύβ. 5. 24, 4.
|lstext='''κάθυδρος''': ῠ, ον, [[πλήρης]] ὕδατος, [[κάθυδρος]] [[κρατήρ]] Σοφ. Ο. Κ. 158 (πρβλ. κατωτ. 472)· [[χωρίον]] ἐπίπεδον… γεῶδες καὶ κάθυδρον Πολύβ. 5. 24, 4.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />rempli d’eau, abondant en eau.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ὕδωρ]].
}}
}}

Revision as of 19:59, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάθυδρος Medium diacritics: κάθυδρος Low diacritics: κάθυδρος Capitals: ΚΑΘΥΔΡΟΣ
Transliteration A: káthydros Transliteration B: kathydros Transliteration C: kathydros Beta Code: ka/qudros

English (LSJ)

[ῠ], ον,

   A very watery, full of water, κ. κρατήρ S.OC158 (lyr.); Χωρίον v.l. in Plb.5.24.4.

German (Pape)

[Seite 1289] wasserreich, bewässert; χωρίον Pol. 5, 24, 4; Soph. vrbdt O. C. 160 κάθυδρος οὗ κρατὴρ μειλιχίων ποτῶν ῥεύματι συντρέχει, vom Wasser des Quells.

Greek (Liddell-Scott)

κάθυδρος: ῠ, ον, πλήρης ὕδατος, κάθυδρος κρατήρ Σοφ. Ο. Κ. 158 (πρβλ. κατωτ. 472)· χωρίον ἐπίπεδον… γεῶδες καὶ κάθυδρον Πολύβ. 5. 24, 4.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
rempli d’eau, abondant en eau.
Étymologie: κατά, ὕδωρ.