κακόξενος: Difference between revisions
ᾁδειν ἀμουσότερα Λειβηθρίων → sing worse than Leibethrans, sing worse than the people of Leibethra
(6_23) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κακόξενος''': Ἰων. κακόξεινος, ον, ὁ δεχόμενος εἰς τὸν οἶκόν του ξένους ἀναξίους φιλοξενίας, «κακῶν ξένων ὑποδοχεὺς» (Σχόλ.), Τηλέμαχ’ [[οὔτις]] [[σεῖο]] κακοξεινώτερος [[ἄλλος]] Ὀδ. Υ. 376. ΙΙ. δυσμενὴς πρὸς τοὺς ξένους, [[ἄξενος]], ἀφιλόξενος, Εὐρ. Ἄλκ. 558 (διάφ. γραφ. ἀντὶ [[ἐχθρόξενος]]), Ἀνθ. Π. 699, Λυκόφρ. 1286. | |lstext='''κακόξενος''': Ἰων. κακόξεινος, ον, ὁ δεχόμενος εἰς τὸν οἶκόν του ξένους ἀναξίους φιλοξενίας, «κακῶν ξένων ὑποδοχεὺς» (Σχόλ.), Τηλέμαχ’ [[οὔτις]] [[σεῖο]] κακοξεινώτερος [[ἄλλος]] Ὀδ. Υ. 376. ΙΙ. δυσμενὴς πρὸς τοὺς ξένους, [[ἄξενος]], ἀφιλόξενος, Εὐρ. Ἄλκ. 558 (διάφ. γραφ. ἀντὶ [[ἐχθρόξενος]]), Ἀνθ. Π. 699, Λυκόφρ. 1286. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> inhospitalier;<br /><b>2</b> malheureux en hôtes, qui a de méchants hôtes.<br />'''Étymologie:''' [[κακός]], [[ξένος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:59, 9 August 2017
English (LSJ)
Ion. κᾰκό-ξεινος, ον,
A unfortunate in guests, in Ep. Comp., οὔ τις σεῖο κακοξεινώτερος ἄλλος Od.20.376. II unfriendly to strangers, inhospitable, E.Alc.558 (v.l. for ἐχθρόξ-), AP7.699, Lyc.1286: Comp., Σκυθῶν -ώτεροι Jul.Ep.89b.
German (Pape)
[Seite 1301] unfreundlich gegen Fremde, ungastlich, Eur. Alc. 558 u. sp. D., wie Ep. ad. 396 (VII, 699), vom Meere. S. κακόξεινος.
Greek (Liddell-Scott)
κακόξενος: Ἰων. κακόξεινος, ον, ὁ δεχόμενος εἰς τὸν οἶκόν του ξένους ἀναξίους φιλοξενίας, «κακῶν ξένων ὑποδοχεὺς» (Σχόλ.), Τηλέμαχ’ οὔτις σεῖο κακοξεινώτερος ἄλλος Ὀδ. Υ. 376. ΙΙ. δυσμενὴς πρὸς τοὺς ξένους, ἄξενος, ἀφιλόξενος, Εὐρ. Ἄλκ. 558 (διάφ. γραφ. ἀντὶ ἐχθρόξενος), Ἀνθ. Π. 699, Λυκόφρ. 1286.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 inhospitalier;
2 malheureux en hôtes, qui a de méchants hôtes.
Étymologie: κακός, ξένος.