καθείργνυμι: Difference between revisions

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
(13_6a)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1282.png Seite 1282]] (s. [[εἵργνυμι]] u. vgl. [[κατείργω]]), einschließen, einsperren; οὐ καθεῖρξ' ἡμᾶς Eur. Bacch. 618; εἰς τὸν καλιὸν καθείργνυται Cratin. bei Poll. 10, 160; καθείργνυσι τὴν τοῦ πυρὸς δύναμιν Plat. Tim. 45 e; κηρίνοις πλάσμασι καθείρξας Theaet. 200 b; εἰς τὸν [[περίβολον]] 197 e; οἱ ἐν τῇ πόλει καθείρξαντες ὑμᾶς Dem. 3, 31; καθειργμένοι ἐν τῷ σταυρώματι Xen. Hell. 3, 2, 3; εἰς [[οἴκημα]] Plut. Lyc. 26; οἱ ἐπὶ θανάτῳ καθειργνύμενοι S. N. V. 10.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1282.png Seite 1282]] (s. [[εἵργνυμι]] u. vgl. [[κατείργω]]), einschließen, einsperren; οὐ καθεῖρξ' ἡμᾶς Eur. Bacch. 618; εἰς τὸν καλιὸν καθείργνυται Cratin. bei Poll. 10, 160; καθείργνυσι τὴν τοῦ πυρὸς δύναμιν Plat. Tim. 45 e; κηρίνοις πλάσμασι καθείρξας Theaet. 200 b; εἰς τὸν [[περίβολον]] 197 e; οἱ ἐν τῇ πόλει καθείρξαντες ὑμᾶς Dem. 3, 31; καθειργμένοι ἐν τῷ σταυρώματι Xen. Hell. 3, 2, 3; εἰς [[οἴκημα]] Plut. Lyc. 26; οἱ ἐπὶ θανάτῳ καθειργνύμενοι S. N. V. 10.
}}
{{bailly
|btext=<i>impf.</i> καθείργνυον, <i>f.</i> καθείρξω, <i>ao.</i> καθεῖρξα, <i>Pass. part. pf.</i> καθειργμένος;<br />enfermer, emprisonner.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[εἵργνυμι]].
}}
}}

Revision as of 19:59, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καθείργνῡμι Medium diacritics: καθείργνυμι Low diacritics: καθείργνυμι Capitals: ΚΑΘΕΙΡΓΝΥΜΙ
Transliteration A: katheírgnymi Transliteration B: katheirgnymi Transliteration C: katheirgnymi Beta Code: kaqei/rgnumi

English (LSJ)

and in Luc.Am.39 καθείργω (= κατείργω, q.v.): aor. 1

   A καθεῖρξα E.Ba.618 (troch.), etc.:—shut in, confine, usu. of animals or persons, κατὰ συφεοῖσιν ἐέργνυ Od.10.238; οὗ καθεῖρξ' ἡμᾶς E.Ba.l.c.; τὸν πατέρα . . ἔνδον καθείρξας Ar.V.70, cf. Cratin.72, Lys. Fr.75.4, Pl.Tht.197e; κηρίνοις πλάσμασι κ. ib.200c; ἐν τῷ σταυρώματι X.HG3.2.3; ἐν οἰκίσκῳ D.18.97.    2 rarely of things, καθεῖρξαι χρυσὸν ἐν δόμοις Anan.3; τὴν σελήνην . . ἐς λοφεῖον Ar.Nu.751; τὴν μακρολογίαν κ. confine it within bounds, Pl.Grg.461d.

German (Pape)

[Seite 1282] (s. εἵργνυμι u. vgl. κατείργω), einschließen, einsperren; οὐ καθεῖρξ' ἡμᾶς Eur. Bacch. 618; εἰς τὸν καλιὸν καθείργνυται Cratin. bei Poll. 10, 160; καθείργνυσι τὴν τοῦ πυρὸς δύναμιν Plat. Tim. 45 e; κηρίνοις πλάσμασι καθείρξας Theaet. 200 b; εἰς τὸν περίβολον 197 e; οἱ ἐν τῇ πόλει καθείρξαντες ὑμᾶς Dem. 3, 31; καθειργμένοι ἐν τῷ σταυρώματι Xen. Hell. 3, 2, 3; εἰς οἴκημα Plut. Lyc. 26; οἱ ἐπὶ θανάτῳ καθειργνύμενοι S. N. V. 10.

French (Bailly abrégé)

impf. καθείργνυον, f. καθείρξω, ao. καθεῖρξα, Pass. part. pf. καθειργμένος;
enfermer, emprisonner.
Étymologie: κατά, εἵργνυμι.