κακηγόρος: Difference between revisions

From LSJ

μὴ μόνον τοὺς ἁμαρτάνοντας κόλαζε, ἀλλὰ καὶ τοὺς μέλλοντας κώλυε → punish not only those who do wrong, but those who intend to do so

Source
(6_15)
 
(Bailly1_3)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''κᾰκηγόρος''': -ον, ([[ἀγορεύω]]) κακῶς ὁμιλῶν κατά τινος, [[ὑβριστικός]], [[ὀνειδιστικός]], Πινδ. Ο. 1. 85 (ἐν Αἰολ. αἰτ. πληθ. κακαγόρος)· [[γλῶττα]] Πλάτ. Φαῖδρ. 254Ε· κ. τινος, κακολογῶν τινα, δυσφημῶν, Ἀθήν. 220Α· - ἀνώμαλ. Συγκρ. κακηγορίστερος Φερεκράτ. ἐν «Κραπατάλλοις» 16· Ὑπερθ. -ίστατος Ἐκφαντίδης ἐν Ἀδήλ. 4. - Ἐπίρρ. -ρως [[Πολυδ]]. Η΄, 81.
|lstext='''κᾰκηγόρος''': -ον, ([[ἀγορεύω]]) κακῶς ὁμιλῶν κατά τινος, [[ὑβριστικός]], [[ὀνειδιστικός]], Πινδ. Ο. 1. 85 (ἐν Αἰολ. αἰτ. πληθ. κακαγόρος)· [[γλῶττα]] Πλάτ. Φαῖδρ. 254Ε· κ. τινος, κακολογῶν τινα, δυσφημῶν, Ἀθήν. 220Α· - ἀνώμαλ. Συγκρ. κακηγορίστερος Φερεκράτ. ἐν «Κραπατάλλοις» 16· Ὑπερθ. -ίστατος Ἐκφαντίδης ἐν Ἀδήλ. 4. - Ἐπίρρ. -ρως [[Πολυδ]]. Η΄, 81.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui parle mal de, médisant, diffamateur.<br />'''Étymologie:''' [[κακός]], [[ἀγορεύω]].
}}
}}

Revision as of 19:59, 9 August 2017

Greek (Liddell-Scott)

κᾰκηγόρος: -ον, (ἀγορεύω) κακῶς ὁμιλῶν κατά τινος, ὑβριστικός, ὀνειδιστικός, Πινδ. Ο. 1. 85 (ἐν Αἰολ. αἰτ. πληθ. κακαγόρος)· γλῶττα Πλάτ. Φαῖδρ. 254Ε· κ. τινος, κακολογῶν τινα, δυσφημῶν, Ἀθήν. 220Α· - ἀνώμαλ. Συγκρ. κακηγορίστερος Φερεκράτ. ἐν «Κραπατάλλοις» 16· Ὑπερθ. -ίστατος Ἐκφαντίδης ἐν Ἀδήλ. 4. - Ἐπίρρ. -ρως Πολυδ. Η΄, 81.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui parle mal de, médisant, diffamateur.
Étymologie: κακός, ἀγορεύω.