καταλούομαι: Difference between revisions
From LSJ
Μισθὸς διδάσκει γράμματ', οὐ διδάσκαλος → Pretium docet te, non praeceptor, litteras → Der Lehrer lehrt das Lesen nicht, es ist der Lohn
(6_14) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καταλούομαι''': μέσ., δαπανῶ εἰς [[λουτρόν]], ὡς [[ὕδωρ]] [[χύνω]] τὰ χρήματα, καταλόει [[χάριν]] τοῦ μέτρου ἀντὶ καταλούει μου τὸν βίον Ἀριστοφ. Νεφ. 838. | |lstext='''καταλούομαι''': μέσ., δαπανῶ εἰς [[λουτρόν]], ὡς [[ὕδωρ]] [[χύνω]] τὰ χρήματα, καταλόει [[χάριν]] τοῦ μέτρου ἀντὶ καταλούει μου τὸν βίον Ἀριστοφ. Νεφ. 838. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=dépenser, gaspiller en frais de bains.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[λούω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:00, 9 August 2017
English (LSJ)
Med.,
A spend in bathing, καταλόει [prob. cj. for -λούει] μου τὸν βίον Ar.Nu.838.
Greek (Liddell-Scott)
καταλούομαι: μέσ., δαπανῶ εἰς λουτρόν, ὡς ὕδωρ χύνω τὰ χρήματα, καταλόει χάριν τοῦ μέτρου ἀντὶ καταλούει μου τὸν βίον Ἀριστοφ. Νεφ. 838.
French (Bailly abrégé)
dépenser, gaspiller en frais de bains.
Étymologie: κατά, λούω.