κατασκηνόω: Difference between revisions
ἔστιν οὖν τραγῳδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας μέγεθος ἐχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ χωρὶς ἑκάστου τῶν εἰδῶν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καὶ οὐ δι' ἀπαγγελίας, δι' ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν → Tragedy is, then, a representation of an action that is heroic and complete and of a certain magnitude—by means of language enriched with all kinds of ornament, each used separately in the different parts of the play: it represents men in action and does not use narrative, and through pity and fear it effects relief to these and similar emotions.
(6_20) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατασκηνόω''': σταίνω [[κάτω]], ἐπί τινος τόπου τὴν σκηνήν μου, [[στρατοπεδεύω]], [[καταλύω]], εἰς τόπον ἢ ἐν τόπῳ Ξεν. Ἑλλ. 4. 5, 39., 6. 2, 2, Ἀν. 2. 2, 16· [[αὐτοῦ]] κατεσκήνωσε Πολύβ. 10. 31, 5. κτλ.· [[καθόλου]], ἀναπαύομαι, τοποθετοῦμαι, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιγ´, 32· ἐπ’ ἐλπίσι Πράξ. Ἀποστ. β´, 26· τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ ὑπὸ τὴν σκιὰν [[αὐτοῦ]] κ. Εὐαγγ. κ. Μάρκ. δ´, 32. | |lstext='''κατασκηνόω''': σταίνω [[κάτω]], ἐπί τινος τόπου τὴν σκηνήν μου, [[στρατοπεδεύω]], [[καταλύω]], εἰς τόπον ἢ ἐν τόπῳ Ξεν. Ἑλλ. 4. 5, 39., 6. 2, 2, Ἀν. 2. 2, 16· [[αὐτοῦ]] κατεσκήνωσε Πολύβ. 10. 31, 5. κτλ.· [[καθόλου]], ἀναπαύομαι, τοποθετοῦμαι, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιγ´, 32· ἐπ’ ἐλπίσι Πράξ. Ἀποστ. β´, 26· τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ ὑπὸ τὴν σκιὰν [[αὐτοῦ]] κ. Εὐαγγ. κ. Μάρκ. δ´, 32. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />poser sa tente ; camper, s’établir.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[σκηνόω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:00, 9 August 2017
English (LSJ)
A take up one's quarters, encamp, εἰς . . X.Cyr.4.5.39, Hell.Oxy.16.2, etc.; ἐν . . LXX 1 Ch.23.25; ἔνθα κατεσκηνώκατε X.Cyr.6.2.2: generally, rest, ἐπ' ἐλπίδι LXX Ps.15(16).9; settle, of birds, ἐν κλάδοις Ev.Matt.13.32: metaph., οὐ ψυχὴ ἐν μόνῳ ἀνθρώπῳ κ. Porph.Abst.4.9.
German (Pape)
[Seite 1379] sein Zelt od. Lager aufschlagen, sich lagern, sich niederlassen, um auszuruhen; ἐν ᾡ κατεσκηνώκατε Xen. Cyr. 6, 2, 2, öfter; Pol. 10, 31, 5. Auch von den Vögeln, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
κατασκηνόω: σταίνω κάτω, ἐπί τινος τόπου τὴν σκηνήν μου, στρατοπεδεύω, καταλύω, εἰς τόπον ἢ ἐν τόπῳ Ξεν. Ἑλλ. 4. 5, 39., 6. 2, 2, Ἀν. 2. 2, 16· αὐτοῦ κατεσκήνωσε Πολύβ. 10. 31, 5. κτλ.· καθόλου, ἀναπαύομαι, τοποθετοῦμαι, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιγ´, 32· ἐπ’ ἐλπίσι Πράξ. Ἀποστ. β´, 26· τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ ὑπὸ τὴν σκιὰν αὐτοῦ κ. Εὐαγγ. κ. Μάρκ. δ´, 32.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
poser sa tente ; camper, s’établir.
Étymologie: κατά, σκηνόω.