κελευσμοσύνη: Difference between revisions
From LSJ
Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik
(6_10) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κελευσμοσύνη''': ἡ, Ἰων. ἀντὶ τοῦ [[κελευσμός]], [[κέλευσμα]], κελευσμοσύνης Λυδοὶ τὴν πᾶσαν δίαιταν τῆς ζόης μετέβαλον Ἡρόδ. 1. 157. | |lstext='''κελευσμοσύνη''': ἡ, Ἰων. ἀντὶ τοῦ [[κελευσμός]], [[κέλευσμα]], κελευσμοσύνης Λυδοὶ τὴν πᾶσαν δίαιταν τῆς ζόης μετέβαλον Ἡρόδ. 1. 157. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br /><i>ion. c.</i> [[κελευσμός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:00, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ, Ion. for κελευσμός, κέλευσμα, Hdt.1.157.
German (Pape)
[Seite 1415] ἡ, ion., dasselbe, Her. 1, 157.
Greek (Liddell-Scott)
κελευσμοσύνη: ἡ, Ἰων. ἀντὶ τοῦ κελευσμός, κέλευσμα, κελευσμοσύνης Λυδοὶ τὴν πᾶσαν δίαιταν τῆς ζόης μετέβαλον Ἡρόδ. 1. 157.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
ion. c. κελευσμός.