κηροπαγής: Difference between revisions
From LSJ
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
(6_7) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κηροπᾰγής''': -ές, ἐστερεωμένος, ἐστηριγμένος, κεκολλημένος διὰ κηροῦ, Ἀνθολ. Π. 6. 239. Μανέθ. 1. 242. | |lstext='''κηροπᾰγής''': -ές, ἐστερεωμένος, ἐστηριγμένος, κεκολλημένος διὰ κηροῦ, Ἀνθολ. Π. 6. 239. Μανέθ. 1. 242. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />collé avec de la cire.<br />'''Étymologie:''' [[κηρός]], [[πήγνυμι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:01, 9 August 2017
English (LSJ)
ές,
A fastened with wax, θαλάμαι AP6.239 (Apollonid.), cf. Man.1.242.
German (Pape)
[Seite 1433] ές, aus Wachs zusammengefügt; θαλάμαι, Bienenzellen, Apollnds. 6 (VI, 239); τρίχες Maneth. 1, 242.
Greek (Liddell-Scott)
κηροπᾰγής: -ές, ἐστερεωμένος, ἐστηριγμένος, κεκολλημένος διὰ κηροῦ, Ἀνθολ. Π. 6. 239. Μανέθ. 1. 242.