κοίμησις: Difference between revisions
From LSJ
(6_8) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κοίμησις''': -εως, ἡ, τὸ κοιμᾶσθαι, κοιμήσεις ἐπὶ θύραις Πλάτ. Συμπ. 183A· ἡ κ. τοῦ ὕπνου Εὐαγγ. κ. Ἰωάνν. ια΄, 13. ΙΙ. ὁ [[θάνατος]], Ἑβδ. (Σειράχ. ΜϚ΄, 19, καὶ ἀλλ.). | |lstext='''κοίμησις''': -εως, ἡ, τὸ κοιμᾶσθαι, κοιμήσεις ἐπὶ θύραις Πλάτ. Συμπ. 183A· ἡ κ. τοῦ ὕπνου Εὐαγγ. κ. Ἰωάνν. ια΄, 13. ΙΙ. ὁ [[θάνατος]], Ἑβδ. (Σειράχ. ΜϚ΄, 19, καὶ ἀλλ.). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> action de se coucher;<br /><b>2</b> sommeil de la mort.<br />'''Étymologie:''' [[κοιμάω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:01, 9 August 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A lying down to sleep, κοιμήσεις ἐπὶ θύραις Pl.Smp.183a; ἡ κ. τοῦ ὕπνου Ev.Jo.11.13. II the sleep of death, LXX Si.46.19, 48.13, Tab.Defix.Aud.242.30 (Carthage, iii A.D.).
German (Pape)
[Seite 1467] ἡ, das Schlafen; Plat. Conv. 183 a im plur.; vom Todesschlafe, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κοίμησις: -εως, ἡ, τὸ κοιμᾶσθαι, κοιμήσεις ἐπὶ θύραις Πλάτ. Συμπ. 183A· ἡ κ. τοῦ ὕπνου Εὐαγγ. κ. Ἰωάνν. ια΄, 13. ΙΙ. ὁ θάνατος, Ἑβδ. (Σειράχ. ΜϚ΄, 19, καὶ ἀλλ.).
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 action de se coucher;
2 sommeil de la mort.
Étymologie: κοιμάω.