κορέω: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
(6_2)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κορέω''': [[σπείρω]], σαρώνω, [[καθαίρω]], [[καθαρίζω]], [[δῶμα]] κορήσατε ποιπνύσασαι Ὀδ. Υ. 149· τὴν αὐλὴν κόρει Εὔπολ. ἐν «Κόλαξιν» 9 κ. τὸ [[παιδαγωγεῖον]] Δημ. 313. 12· κ. τὴν Ἑλλάδα, σαρώνω, ἀφαιρῶ τοὺς κατοίκους αὐτῆς, ἐρημώνω, Ἀριστοφ. Εἰρ. 59. ΙΙ. [[ἐξυβρίζω]], Ἡσύχ.· [[ἐντεῦθεν]] κεκορημένος, ἐπὶ αἰσχρᾶς σημασίας, Σαπφὼ 53, Ἀνακρ. 5· [[ὅπερ]] τινὲς ἀναφέρουσιν εἰς τὸ [[κορέννυμι]], ἀλλ’ ἴδε Εὐστ. 1542. 47.
|lstext='''κορέω''': [[σπείρω]], σαρώνω, [[καθαίρω]], [[καθαρίζω]], [[δῶμα]] κορήσατε ποιπνύσασαι Ὀδ. Υ. 149· τὴν αὐλὴν κόρει Εὔπολ. ἐν «Κόλαξιν» 9 κ. τὸ [[παιδαγωγεῖον]] Δημ. 313. 12· κ. τὴν Ἑλλάδα, σαρώνω, ἀφαιρῶ τοὺς κατοίκους αὐτῆς, ἐρημώνω, Ἀριστοφ. Εἰρ. 59. ΙΙ. [[ἐξυβρίζω]], Ἡσύχ.· [[ἐντεῦθεν]] κεκορημένος, ἐπὶ αἰσχρᾶς σημασίας, Σαπφὼ 53, Ἀνακρ. 5· [[ὅπερ]] τινὲς ἀναφέρουσιν εἰς τὸ [[κορέννυμι]], ἀλλ’ ἴδε Εὐστ. 1542. 47.
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>-ῶ :<br />nettoyer en balayant, en lavant, acc..<br />'''Étymologie:''' DELG étym. non établie.<br /><span class="bld">2</span>-ῶ :<br /><i>fut. ion. épq. de</i> [[κορέννυμι]].
}}
}}

Revision as of 20:01, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορέω Medium diacritics: κορέω Low diacritics: κορέω Capitals: ΚΟΡΕΩ
Transliteration A: koréō Transliteration B: koreō Transliteration C: koreo Beta Code: kore/w

English (LSJ)

(A),

   A sweep out, δῶμα κορήσατε ποιπνύσασαι Od.20.149; τὴν αὐλὴν κόρει Eup.157; κ. τὸ παιδαγωγεῖον D.18.258.    II = ἐξυβρίζω, Hsch.: hence κεκορημένος, sens. obsc., Anacr.5.
κορέω (B),

   A v. κορέννυμι. κορζία, v. καρδία.

Greek (Liddell-Scott)

κορέω: σπείρω, σαρώνω, καθαίρω, καθαρίζω, δῶμα κορήσατε ποιπνύσασαι Ὀδ. Υ. 149· τὴν αὐλὴν κόρει Εὔπολ. ἐν «Κόλαξιν» 9 κ. τὸ παιδαγωγεῖον Δημ. 313. 12· κ. τὴν Ἑλλάδα, σαρώνω, ἀφαιρῶ τοὺς κατοίκους αὐτῆς, ἐρημώνω, Ἀριστοφ. Εἰρ. 59. ΙΙ. ἐξυβρίζω, Ἡσύχ.· ἐντεῦθεν κεκορημένος, ἐπὶ αἰσχρᾶς σημασίας, Σαπφὼ 53, Ἀνακρ. 5· ὅπερ τινὲς ἀναφέρουσιν εἰς τὸ κορέννυμι, ἀλλ’ ἴδε Εὐστ. 1542. 47.

French (Bailly abrégé)

1-ῶ :
nettoyer en balayant, en lavant, acc..
Étymologie: DELG étym. non établie.
2-ῶ :
fut. ion. épq. de κορέννυμι.