κεράμιον: Difference between revisions
(6_21) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κεράμιον''': τό, [[ἀγγεῖον]] πήλινον, [[ὑδρία]], Λατ. testa, κ. οἰνηρὸν Ἡρόδ. 3. 6, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 838· οἴνου Ξεν. Ἀν. 6. 1, 15, κτλ.· ὀξηρὸν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 511· κ. ταριχηρὸν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 21· ταρίχους Διαθ. παρὰ Δημ. 934. 25· πρβλ. [[κεραμεῖον]]. 2) πᾶν [[εἶδος]] ἀγγείου, κ. χρυσᾶ Ἰω. Χρυσ.· οὕτω, κεραμὶς μολυβῆ Ἀθήν. 621Α· [[κέραμος]] ἀργυροῦς Πτολ. [[αὐτόθι]] 229D. | |lstext='''κεράμιον''': τό, [[ἀγγεῖον]] πήλινον, [[ὑδρία]], Λατ. testa, κ. οἰνηρὸν Ἡρόδ. 3. 6, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 838· οἴνου Ξεν. Ἀν. 6. 1, 15, κτλ.· ὀξηρὸν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 511· κ. ταριχηρὸν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 21· ταρίχους Διαθ. παρὰ Δημ. 934. 25· πρβλ. [[κεραμεῖον]]. 2) πᾶν [[εἶδος]] ἀγγείου, κ. χρυσᾶ Ἰω. Χρυσ.· οὕτω, κεραμὶς μολυβῆ Ἀθήν. 621Α· [[κέραμος]] ἀργυροῦς Πτολ. [[αὐτόθι]] 229D. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br />vase de terre cuite, d’argile.<br />'''Étymologie:''' [[κέραμος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:01, 9 August 2017
English (LSJ)
τό,
A earthenware vessel, jar, IG22.1672.13, Men.Sam.88 (pl.), etc.; κ. οἰνηρόν Hdt.3.6, cf. Hp.Art.78; οἴνου X.An.6.1.15; ὀξηρόν Ar.Fr.723; κ. ταριχηρόν Arist.HA534a21; ταρίχους, as a measure, Test. ap. D.35.34, cf. PSI 5.585 (iii B.C.), OGI90.31 (Rosetta, ii B.C.), LXX Is.5.10, SIG1109.162 (ii A.D.). 2 sarcophagus, D.C.42.26.
German (Pape)
[Seite 1420] τό, eigtl. dim. von κέραμος, irdenes Gefäß, Geschirr; οἰνηρόν Her. 3, 6; Plat. Crat. 440 c; οἴνου Xen. An. 5, 9, 15. 10, 3; Dem. 35, 10; ein Weingefäß, das einen μετρητής (339/118 Berl. Quart) enthält, vgl. Böckh Staatshaush. p. 107; – ταριχηρά, Arist. H. A. 4, 8, vgl. Plut. Symp. 4, 4.
Greek (Liddell-Scott)
κεράμιον: τό, ἀγγεῖον πήλινον, ὑδρία, Λατ. testa, κ. οἰνηρὸν Ἡρόδ. 3. 6, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 838· οἴνου Ξεν. Ἀν. 6. 1, 15, κτλ.· ὀξηρὸν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 511· κ. ταριχηρὸν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 21· ταρίχους Διαθ. παρὰ Δημ. 934. 25· πρβλ. κεραμεῖον. 2) πᾶν εἶδος ἀγγείου, κ. χρυσᾶ Ἰω. Χρυσ.· οὕτω, κεραμὶς μολυβῆ Ἀθήν. 621Α· κέραμος ἀργυροῦς Πτολ. αὐτόθι 229D.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
vase de terre cuite, d’argile.
Étymologie: κέραμος.