λευκόπηχυς: Difference between revisions
From LSJ
πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
(6_22) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λευκόπηχυς''': υ, γεν. -εως, ἔχων λευκοὺς πήχεις [[ἤτοι]] βραχίονας, Εὐρ. Φοίν. 1351, Βάκχ. 1206. | |lstext='''λευκόπηχυς''': υ, γεν. -εως, ἔχων λευκοὺς πήχεις [[ἤτοι]] βραχίονας, Εὐρ. Φοίν. 1351, Βάκχ. 1206. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εος (ὁ, ἡ)<br />aux bras blancs.<br />'''Étymologie:''' [[λευκός]], [[πῆχυς]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:01, 9 August 2017
English (LSJ)
υ,
A white-armed, only in acc. pl. -πήχεις, E.Ph. 1351 (lyr.), and dat. pl. -πήχεσι, Id.Ba.1206.
German (Pape)
[Seite 34] weißarmig, λευκοπήχεσι χειρῶν ἀκμαῖσι Eur. Bacch. 1206, ἐπὶ κάρα λευκοπήχεις κτύπους χεροῖν Phoen. 1351.
Greek (Liddell-Scott)
λευκόπηχυς: υ, γεν. -εως, ἔχων λευκοὺς πήχεις ἤτοι βραχίονας, Εὐρ. Φοίν. 1351, Βάκχ. 1206.