λωφάω: Difference between revisions
ἄνω ποταμῶν ἱερῶν χωροῦσι παγαί → the springs of sacred rivers flow upward, backward to their sources flow the streams of holy rivers
(6_13b) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λωφάω''': μέλλ. -ήσω, παύομαι, [[λήγω]], ὅδε μὲν [[τάχα]] λωφήσει Ἰλ. Φ. 292. 2) [[μετὰ]] γεν. (πρβλ. [[καταλωφάω]]), ἀναπαύομαι, [[ἡσυχάζω]] ἀπό..., τῆς νούσου Ἱππ. 559. 29· χόλου, πόθου Αἰσχύλ. Πρ. 376, 654· πόνου Σοφ. Αἴ. 61· τῆς ὀδύνης Πλάτ. Φαῖδρ. 251D· φιλοτιμίας ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 620C· οὕτω, λ. ἀπὸ νόσου καὶ πολέμου Θουκ. 6. 12. 3) [[μετὰ]] μετοχ., παύομαι πράττων τι, πρήσσων Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 819, πρβλ. Ἀνθ. Π. 5. 188. 1) [[καταπίπτω]], καταπραΰνομαι, ἐπὶ νόσου, Θουκ. 2. 49, πρβλ. 7. 77, Πλάτ. Νόμ. 854C· ἐπὶ ἀνέμου, [[κοπάζω]], Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1627, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 5, 7· ἐπὶ τῆς θαλάσσης, ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 23. 29. ΙΙ. μεταβ., [[ἀνακουφίζω]], [[ἐλαφρύνω]], ὁ λωφήσων γὰρ οὐ πέφυκέ πω Αἰσχύλ. Πρ. 27· [[μετὰ]] γεν., οὔποτε δειλαίων ἀχέων λωφήσετε θυμὸν Ἐμπεδ. 456. ([[Κατὰ]] τοὺς γραμματικ. συγγενὲς τῷ [[λόφος]], [[τράχηλος]], καὶ μεταφορ., ἐκ τῶν ὑποζυγίων κτηνῶν, ἀπὸ τοῦ τραχήλου τὸ [[ἄχθος]] ἀποθέσθαι Ἡσύχ.). | |lstext='''λωφάω''': μέλλ. -ήσω, παύομαι, [[λήγω]], ὅδε μὲν [[τάχα]] λωφήσει Ἰλ. Φ. 292. 2) [[μετὰ]] γεν. (πρβλ. [[καταλωφάω]]), ἀναπαύομαι, [[ἡσυχάζω]] ἀπό..., τῆς νούσου Ἱππ. 559. 29· χόλου, πόθου Αἰσχύλ. Πρ. 376, 654· πόνου Σοφ. Αἴ. 61· τῆς ὀδύνης Πλάτ. Φαῖδρ. 251D· φιλοτιμίας ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 620C· οὕτω, λ. ἀπὸ νόσου καὶ πολέμου Θουκ. 6. 12. 3) [[μετὰ]] μετοχ., παύομαι πράττων τι, πρήσσων Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 819, πρβλ. Ἀνθ. Π. 5. 188. 1) [[καταπίπτω]], καταπραΰνομαι, ἐπὶ νόσου, Θουκ. 2. 49, πρβλ. 7. 77, Πλάτ. Νόμ. 854C· ἐπὶ ἀνέμου, [[κοπάζω]], Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1627, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 5, 7· ἐπὶ τῆς θαλάσσης, ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 23. 29. ΙΙ. μεταβ., [[ἀνακουφίζω]], [[ἐλαφρύνω]], ὁ λωφήσων γὰρ οὐ πέφυκέ πω Αἰσχύλ. Πρ. 27· [[μετὰ]] γεν., οὔποτε δειλαίων ἀχέων λωφήσετε θυμὸν Ἐμπεδ. 456. ([[Κατὰ]] τοὺς γραμματικ. συγγενὲς τῷ [[λόφος]], [[τράχηλος]], καὶ μεταφορ., ἐκ τῶν ὑποζυγίων κτηνῶν, ἀπὸ τοῦ τραχήλου τὸ [[ἄχθος]] ἀποθέσθαι Ἡσύχ.). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><i>ao.</i> ἐλώφησα, <i>pf.</i> λελώφηκα;<br /><i>litt.</i> remuer le cou en tous sens <i>en parl. d’une bête de somme qu’on vient de dételer), d’où</i><br /><b>I.</b> <i>intr.</i> <b>1</b> se reposer : ἀπὸ νόσου καὶ πολέμου THC d’une maladie et d’une guerre;<br /><b>2</b> se relâcher, cesser : χόλου ESCHL, πόθου ESCHL cesser d’être irrité, de désirer;<br /><b>II.</b> <i>tr.</i> soulager, calmer, apaiser : ὁ λωφήσων ESCHL celui qui soulagera, le consolateur, le libérateur futur.<br />'''Étymologie:''' [[λόφος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:02, 9 August 2017
English (LSJ)
A rest, give over, ὅδε μὲν τάχα λωφήσει Il.21.292; εἰ λωφήσω τρεῖς ὥρας dub. in Phld.Herc.1251.18. 2 c. gen. (cf. καταλωφάω), take rest or abate from, recover from, χόλου, πόθου, A.Pr. 378, 654; πόνου S.Aj.61; τῆς ὀδύνης Pl.Phdr.251 c; φιλοτιμίας λελωφηκυῖαν Id.R.620c; so λ. ἀπὸ νόσου καὶ πολέμου Th.6.12. 3 c. part., cease to do, πρήσων A.R.4.819, cf. AP5.187 (Leon.). 4 abate, of pain, Hp.Int.49; of a disease, Th.2.49, Pl.Lg.854c; of misfortunes, Th.7.77; of wind, Arist.Mete.362a7; of the sea, Id.Pr. 934b15; ὅταν λωφήσωσιν οἱ λίθοι X.An.4.7.6. II trans., lighten, relieve, ὁ λωφήσων γὰρ οὐ πέφυκέ πω A.Pr.27: c. gen., ἀχέων λωφήσετε θυμόν relieve your mind from pains, Emp.145.2.
Greek (Liddell-Scott)
λωφάω: μέλλ. -ήσω, παύομαι, λήγω, ὅδε μὲν τάχα λωφήσει Ἰλ. Φ. 292. 2) μετὰ γεν. (πρβλ. καταλωφάω), ἀναπαύομαι, ἡσυχάζω ἀπό..., τῆς νούσου Ἱππ. 559. 29· χόλου, πόθου Αἰσχύλ. Πρ. 376, 654· πόνου Σοφ. Αἴ. 61· τῆς ὀδύνης Πλάτ. Φαῖδρ. 251D· φιλοτιμίας ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 620C· οὕτω, λ. ἀπὸ νόσου καὶ πολέμου Θουκ. 6. 12. 3) μετὰ μετοχ., παύομαι πράττων τι, πρήσσων Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 819, πρβλ. Ἀνθ. Π. 5. 188. 1) καταπίπτω, καταπραΰνομαι, ἐπὶ νόσου, Θουκ. 2. 49, πρβλ. 7. 77, Πλάτ. Νόμ. 854C· ἐπὶ ἀνέμου, κοπάζω, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1627, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 5, 7· ἐπὶ τῆς θαλάσσης, ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 23. 29. ΙΙ. μεταβ., ἀνακουφίζω, ἐλαφρύνω, ὁ λωφήσων γὰρ οὐ πέφυκέ πω Αἰσχύλ. Πρ. 27· μετὰ γεν., οὔποτε δειλαίων ἀχέων λωφήσετε θυμὸν Ἐμπεδ. 456. (Κατὰ τοὺς γραμματικ. συγγενὲς τῷ λόφος, τράχηλος, καὶ μεταφορ., ἐκ τῶν ὑποζυγίων κτηνῶν, ἀπὸ τοῦ τραχήλου τὸ ἄχθος ἀποθέσθαι Ἡσύχ.).
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
ao. ἐλώφησα, pf. λελώφηκα;
litt. remuer le cou en tous sens en parl. d’une bête de somme qu’on vient de dételer), d’où
I. intr. 1 se reposer : ἀπὸ νόσου καὶ πολέμου THC d’une maladie et d’une guerre;
2 se relâcher, cesser : χόλου ESCHL, πόθου ESCHL cesser d’être irrité, de désirer;
II. tr. soulager, calmer, apaiser : ὁ λωφήσων ESCHL celui qui soulagera, le consolateur, le libérateur futur.
Étymologie: λόφος.