μασχαλίζω: Difference between revisions
Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart
(6_1) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μασχᾰλίζω''': ([[μασχάλη]]) θέτω ὑπὸ τὰς μασχάλας· [[ἐντεῦθεν]], [[ἀκρωτηριάζω]] [[πτῶμα]], [[ἐπειδὴ]] οἱ δολοφόνοι ἐνόμιζον ὅτι ἐὰν ἀποκόψαντες τὰ [[ἄκρα]] τοῦ θύματός των ἐτοποθέτουν αὐτὰ ὑπὸ τὰς μασχάλας [[ἤθελον]] ἀποφύγει τὴν ἐκδίκησιν, Αἰσχύλ. Χο. 439, Σοφ. Ἠλ. 445, Ἀπολ. Ροδ. Δ. 447· καὶ ἴδε [[ἀκρωτηριάζω]]. ― Παρ’ Ἡσυχ. καὶ μασχαλίττω (ἀντίγραφ. -ήττω). | |lstext='''μασχᾰλίζω''': ([[μασχάλη]]) θέτω ὑπὸ τὰς μασχάλας· [[ἐντεῦθεν]], [[ἀκρωτηριάζω]] [[πτῶμα]], [[ἐπειδὴ]] οἱ δολοφόνοι ἐνόμιζον ὅτι ἐὰν ἀποκόψαντες τὰ [[ἄκρα]] τοῦ θύματός των ἐτοποθέτουν αὐτὰ ὑπὸ τὰς μασχάλας [[ἤθελον]] ἀποφύγει τὴν ἐκδίκησιν, Αἰσχύλ. Χο. 439, Σοφ. Ἠλ. 445, Ἀπολ. Ροδ. Δ. 447· καὶ ἴδε [[ἀκρωτηριάζω]]. ― Παρ’ Ἡσυχ. καὶ μασχαλίττω (ἀντίγραφ. -ήττω). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> μασχαλίσω;<br />mutiler, <i>propr.</i> placer sous les aisselles d’un cadavre les tronçons de ses bras <i>ou</i> de ses jambes.<br />'''Étymologie:''' [[μασχάλη]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:02, 9 August 2017
English (LSJ)
A put under the arm-pits: hence, mutilate a corpse, since murderers believed that by cutting off the extremities (nose, ears, etc.), stringing them together, and passing the string round the neck and under the arm-pits of the victim they would avert vengeance, A.Ch.439 (lyr., Pass.), S.El.445 (Pass.), cf. Ar.Byz. ap. Phot., Suid. s.v. μασχαλίσματα, EM118.29, *574.202, etc.
Greek (Liddell-Scott)
μασχᾰλίζω: (μασχάλη) θέτω ὑπὸ τὰς μασχάλας· ἐντεῦθεν, ἀκρωτηριάζω πτῶμα, ἐπειδὴ οἱ δολοφόνοι ἐνόμιζον ὅτι ἐὰν ἀποκόψαντες τὰ ἄκρα τοῦ θύματός των ἐτοποθέτουν αὐτὰ ὑπὸ τὰς μασχάλας ἤθελον ἀποφύγει τὴν ἐκδίκησιν, Αἰσχύλ. Χο. 439, Σοφ. Ἠλ. 445, Ἀπολ. Ροδ. Δ. 447· καὶ ἴδε ἀκρωτηριάζω. ― Παρ’ Ἡσυχ. καὶ μασχαλίττω (ἀντίγραφ. -ήττω).
French (Bailly abrégé)
f. μασχαλίσω;
mutiler, propr. placer sous les aisselles d’un cadavre les tronçons de ses bras ou de ses jambes.
Étymologie: μασχάλη.