μαλθάσσω: Difference between revisions

From LSJ

Θεῶν ὄνειδος τοὺς κακοὺς εὐδαιμονεῖν → Crimen deorum est improbi felicitas → Ein Vorwurf an die Götter ist der Schurken Glück

Menander, Monostichoi, 255
(6_2)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μαλθάσσω''': [[μαλάσσω]], [[μαλακύνω]], [[κάμνω]] μαλακόν, μ. [[κέαρ]] Αἰσχύλ. Πρ. 379· τινὰ λόγοις Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 298· τί γάρ σε μαλθάσσοιμ’ ἂν ὡς ἐς [[ὕστερον]] ψεῦσται φανούμεθ’; πρὸς τί τῷ ὄντι νά σε καθησυχάσω διὰ λόγων, οἵτινες μετ’ ὀλίγον θὰ ἀποδειχθῶσι ψευδεῖς, Σοφ. Ἀντ. 1194· μ. κοιλίην, λύειν, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 386, π. Ἄρθρ. 805. - Παθ., οὐδὲ μαλθάσσει [[κέαρ]] λιταῖς Αἰσχύλ. Πρ. 1008· μαλθαχθεῖσ’ ὕπνῳ ἐκνευρισθεῖσα διὰ τοῦ..., ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 134.
|lstext='''μαλθάσσω''': [[μαλάσσω]], [[μαλακύνω]], [[κάμνω]] μαλακόν, μ. [[κέαρ]] Αἰσχύλ. Πρ. 379· τινὰ λόγοις Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 298· τί γάρ σε μαλθάσσοιμ’ ἂν ὡς ἐς [[ὕστερον]] ψεῦσται φανούμεθ’; πρὸς τί τῷ ὄντι νά σε καθησυχάσω διὰ λόγων, οἵτινες μετ’ ὀλίγον θὰ ἀποδειχθῶσι ψευδεῖς, Σοφ. Ἀντ. 1194· μ. κοιλίην, λύειν, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 386, π. Ἄρθρ. 805. - Παθ., οὐδὲ μαλθάσσει [[κέαρ]] λιταῖς Αἰσχύλ. Πρ. 1008· μαλθαχθεῖσ’ ὕπνῳ ἐκνευρισθεῖσα διὰ τοῦ..., ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 134.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> ἐμάλθαξα ; <i>Pass. ao.</i> ἐμαλθάχθην;<br /><b>1</b> engourdir;<br /><b>2</b> fléchir, adoucir, calmer, apaiser, acc..<br />'''Étymologie:''' [[μαλθακός]].
}}
}}

Revision as of 20:02, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαλθάσσω Medium diacritics: μαλθάσσω Low diacritics: μαλθάσσω Capitals: ΜΑΛΘΑΣΣΩ
Transliteration A: malthássō Transliteration B: malthassō Transliteration C: malthasso Beta Code: malqa/ssw

English (LSJ)

   A = μαλάσσω, soften, soothe, μ. κέαρ A.Pr.381; τωὰ λόγοις E.HF298; τί γάρ σε μαλθάσσοιμ' ἄν . . ; why should I soothe thee with fair words ? S.Ant.1194: μ. κοιλίην relax the bowels, Hp. Acut.16, Art.40:—Pass., οὐδὲ μαλθάσσει λιταῖς A.Pr.1008; μαλθαχθεῖσ' ὕπνῳ unnerved by sleep, Id.Eu.134.

Greek (Liddell-Scott)

μαλθάσσω: μαλάσσω, μαλακύνω, κάμνω μαλακόν, μ. κέαρ Αἰσχύλ. Πρ. 379· τινὰ λόγοις Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 298· τί γάρ σε μαλθάσσοιμ’ ἂν ὡς ἐς ὕστερον ψεῦσται φανούμεθ’; πρὸς τί τῷ ὄντι νά σε καθησυχάσω διὰ λόγων, οἵτινες μετ’ ὀλίγον θὰ ἀποδειχθῶσι ψευδεῖς, Σοφ. Ἀντ. 1194· μ. κοιλίην, λύειν, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 386, π. Ἄρθρ. 805. - Παθ., οὐδὲ μαλθάσσει κέαρ λιταῖς Αἰσχύλ. Πρ. 1008· μαλθαχθεῖσ’ ὕπνῳ ἐκνευρισθεῖσα διὰ τοῦ..., ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 134.

French (Bailly abrégé)

ao. ἐμάλθαξα ; Pass. ao. ἐμαλθάχθην;
1 engourdir;
2 fléchir, adoucir, calmer, apaiser, acc..
Étymologie: μαλθακός.