μηθείς: Difference between revisions
Δούλου γὰρ οὐδὲν χεῖρον οὐδὲ τοῦ καλοῦ → Res nulla servo peior est, etiam bono → Ein Sklave ist das schlechteste, selbst wenn er gut
(6_19) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μηθείς''': οὐδ. μηθέν, μεταγενέστερος [[τύπος]] τοῦ [[μηδείς]], μηδέν, ἐν μεταγεν. τινὶ Ἀττικῇ ἐπιγραφῇ ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 123. 17, καὶ [[συχνάκις]] παρὰ μεταγεν., ἴδε ἐν λ. [[οὐθείς]]· ἀλλ’ [[οὐδέποτε]] τὸ θηλ. μηδεμία ἐγένετο μητεμία. | |lstext='''μηθείς''': οὐδ. μηθέν, μεταγενέστερος [[τύπος]] τοῦ [[μηδείς]], μηδέν, ἐν μεταγεν. τινὶ Ἀττικῇ ἐπιγραφῇ ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 123. 17, καὶ [[συχνάκις]] παρὰ μεταγεν., ἴδε ἐν λ. [[οὐθείς]]· ἀλλ’ [[οὐδέποτε]] τὸ θηλ. μηδεμία ἐγένετο μητεμία. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>seul. au masc. et au neutre</i> μηθέν (<i>pour le fém., on n’emploie que</i> [[μηδεμία]] <i>de</i> [[μηδείς]]);<br /><i>c.</i> [[μηδείς]].<br />'''Étymologie:''' [[μήτε]], [[εἷς]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:02, 9 August 2017
English (LSJ)
fem. μηθεμία only in PPetr.2p.42 (iii B.C.); neut. μηθέν:—
A = μηδείς, μηδέν, freq. in Inscrr. and Pap. from iv B.C., IG22.43.37, al., Men.Epit.145, Pk.129, PPetr.1p.80, PCair.Zen.18.7, al. (iii B.C.), etc.: but rarely after the Christian era, once in NT, Act.Ap.27.32, cf. POxy.495.17 (ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 171] μηθέν, = μηδείς, spätere Form für μηδείς, μηδέν, von Arist. u. Theophr. an öfter gebraucht; vgl. Lob. zu Phryn. 182; das fem. wird aber nie μηθεμία. So auch μηθέτερος.
Greek (Liddell-Scott)
μηθείς: οὐδ. μηθέν, μεταγενέστερος τύπος τοῦ μηδείς, μηδέν, ἐν μεταγεν. τινὶ Ἀττικῇ ἐπιγραφῇ ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 123. 17, καὶ συχνάκις παρὰ μεταγεν., ἴδε ἐν λ. οὐθείς· ἀλλ’ οὐδέποτε τὸ θηλ. μηδεμία ἐγένετο μητεμία.
French (Bailly abrégé)
seul. au masc. et au neutre μηθέν (pour le fém., on n’emploie que μηδεμία de μηδείς);
c. μηδείς.
Étymologie: μήτε, εἷς.