μινύρομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Woman is silver-plated dirt → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau

Menander, Monostichoi, 469
(6_5)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μῐνύρομαι''': ἀποθ., = [[μινυρίζω]], ἐπὶ τῆς ἀηδόνος, κελαδῶ [[ἠρέμα]] καὶ [[ἡδέως]], Σοφ. Ο. Κ. 671· [[ὑποτονθορύζω]] [[μέλος]] τι, Αἰσχύλ. Ἀγ. 16· μινυρομένη τι πρὸς ἐμαυτὴν [[μέλος]] Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 880. Πρβλ. [[κινύρομαι]].
|lstext='''μῐνύρομαι''': ἀποθ., = [[μινυρίζω]], ἐπὶ τῆς ἀηδόνος, κελαδῶ [[ἠρέμα]] καὶ [[ἡδέως]], Σοφ. Ο. Κ. 671· [[ὑποτονθορύζω]] [[μέλος]] τι, Αἰσχύλ. Ἀγ. 16· μινυρομένη τι πρὸς ἐμαυτὴν [[μέλος]] Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 880. Πρβλ. [[κινύρομαι]].
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés;<br />c.</i> [[μινυρίζω]].
}}
}}

Revision as of 20:03, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῐνύρομαι Medium diacritics: μινύρομαι Low diacritics: μινύρομαι Capitals: ΜΙΝΥΡΟΜΑΙ
Transliteration A: minýromai Transliteration B: minyromai Transliteration C: minyromai Beta Code: minu/romai

English (LSJ)

[ῡ],

   A = μινυρίζω, of the nightingale, warble, S.OC671 (lyr.); hum a tune, A.Ag.16; μινυρομένη τι πρὸς ἐμαυτὴν μέλος Ar.Ec. 880.

German (Pape)

[Seite 188] = μινυρίζω; Aesch. Ag. 16; vgl. κινύρομαι; ἔνθ' ἁ λιγεῖα μινύρεται ἀηδών, Soph. O. C. 677; μέλος, Ar. Bccl. 880.

Greek (Liddell-Scott)

μῐνύρομαι: ἀποθ., = μινυρίζω, ἐπὶ τῆς ἀηδόνος, κελαδῶ ἠρέμα καὶ ἡδέως, Σοφ. Ο. Κ. 671· ὑποτονθορύζω μέλος τι, Αἰσχύλ. Ἀγ. 16· μινυρομένη τι πρὸς ἐμαυτὴν μέλος Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 880. Πρβλ. κινύρομαι.

French (Bailly abrégé)

seul. prés;
c.
μινυρίζω.