μύρσος: Difference between revisions
From LSJ
Ζῆλος γυναικὸς πάντα πυρπολεῖ δόμον → Der Neid (Hass) auf eine Frau verbrennt das ganze Haus → Die Eifersucht der Frau verbrennt das ganze Haus
(6_3) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μύρσος''': «[[κόφινος]] ὦτα ἔχων, ὃς καὶ ἄρριχος» Ἡσύχ.˙ μ. ὠτώεντα Ποιητ. ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. 595. 34. (Συγγενὲς τῷ ὑρισσός, ὑρίσκος, ἴδε ἐν λ. ὑριχὸς καὶ πρβλ. Μμ. ΙΙ. 5). | |lstext='''μύρσος''': «[[κόφινος]] ὦτα ἔχων, ὃς καὶ ἄρριχος» Ἡσύχ.˙ μ. ὠτώεντα Ποιητ. ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. 595. 34. (Συγγενὲς τῷ ὑρισσός, ὑρίσκος, ἴδε ἐν λ. ὑριχὸς καὶ πρβλ. Μμ. ΙΙ. 5). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />corbeille à deux anses.<br />'''Étymologie:''' DELG orig. inconnue. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:03, 9 August 2017
English (LSJ)
ὁ,
A basket, μ. ὠτώεντα Call.Fr.anon.102, cf. Hsch.
German (Pape)
[Seite 222] ein Korb, poet. bei E. M. 595, 33.
Greek (Liddell-Scott)
μύρσος: «κόφινος ὦτα ἔχων, ὃς καὶ ἄρριχος» Ἡσύχ.˙ μ. ὠτώεντα Ποιητ. ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. 595. 34. (Συγγενὲς τῷ ὑρισσός, ὑρίσκος, ἴδε ἐν λ. ὑριχὸς καὶ πρβλ. Μμ. ΙΙ. 5).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
corbeille à deux anses.
Étymologie: DELG orig. inconnue.