νεανισκεύομαι: Difference between revisions

From LSJ

Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering

Sophocles, Antigone, 583
(6_5)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''νεᾱνισκεύομαι''': ἀποθ. ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ., καὶ μόνον ἐν τῇ πρώτῃ σημασίᾳ τοῦ [[νεανιεύομαι]], εἶμαι ἐν τῇ νεότητί μου, Εὔπολις ἐν «Σφιγξὶν» 20, κ. ἀλλ., Ξεν. Κύρ. 1. 2, 15.
|lstext='''νεᾱνισκεύομαι''': ἀποθ. ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ., καὶ μόνον ἐν τῇ πρώτῃ σημασίᾳ τοῦ [[νεανιεύομαι]], εἶμαι ἐν τῇ νεότητί μου, Εὔπολις ἐν «Σφιγξὶν» 20, κ. ἀλλ., Ξεν. Κύρ. 1. 2, 15.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés.</i><br /><b>1</b> passer sa jeunesse qqe part;<br /><b>2</b> se conduire en jeune homme, être léger, indiscret, téméraire.<br />'''Étymologie:''' [[νεανίσκος]].
}}
}}

Revision as of 20:03, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεᾱνισκεύομαι Medium diacritics: νεανισκεύομαι Low diacritics: νεανισκεύομαι Capitals: ΝΕΑΝΙΣΚΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: neaniskeúomai Transliteration B: neaniskeuomai Transliteration C: neaniskeyomai Beta Code: neaniskeu/omai

English (LSJ)

only pres.,

   A to be in one's youth, Eup.29, Posidipp.9; ν. ἐν τοῖς ἐφήβοις X.Cyr.1.2.15, Plu.2.12b.

Greek (Liddell-Scott)

νεᾱνισκεύομαι: ἀποθ. ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ., καὶ μόνον ἐν τῇ πρώτῃ σημασίᾳ τοῦ νεανιεύομαι, εἶμαι ἐν τῇ νεότητί μου, Εὔπολις ἐν «Σφιγξὶν» 20, κ. ἀλλ., Ξεν. Κύρ. 1. 2, 15.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
1 passer sa jeunesse qqe part;
2 se conduire en jeune homme, être léger, indiscret, téméraire.
Étymologie: νεανίσκος.