Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

νεοχμός: Difference between revisions

From LSJ

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236
(6_16)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''νεοχμός''': -όν, = [[νέος]], ἀείποτε ἐπὶ πραγμάτων, [[μέλος]] ν. ἄρχε Ἀλκμὰν 1· νεοχμοῖς δὲ δὴ [[νόμος]] Ζεύς... κρατύνει Αἰσχύλ. Πρ. 150· κακὸν ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 693, Εὐρ. Ἱππ. 866· τὶ φροιμιάζει ν. ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 1162, πρβλ. Τρῳ. 260· μῦθοι [[αὐτόθι]] 231· σπάνιον παρὰ κωμ. καὶ μόνον ἐν λυρ. χωρίοις, ν. [[ἄθυρμα]] Κρατῖν. ἐν «Ὀδυσσεῦσιν» 16· [[τέρας]] Ἀριστοφ. Βάτρ. 1372, Θεσμ. 701. ΙΙ. ἐπὶ πολιτικῶν νεωτερισμῶν, νεοχμόν τι ποιέειν, Λατ. novas res tentare, Ἡρόδ. 9. 99, 104· οὐδενὶ νεοχμῷ ἀρεσκόμενος Δίων Κάσ. 38. 3· - ἐπίρρ. -ῶς, Ἱππ. 598. 12· «[[ποτέρως]] ἂν ἐθέλειεν διαλέγεσθαι ἀρχαίως καὶ ἀκριβῶς ἢ νεοχμῶς καὶ ἀμελῶς» Φρυνίχου Ἐπιστ. πρὸς Κορνηλιανόν, ἐν τῇ ἀρχῇ τῶν Ἐκλογῶν, ἔκδ. Lobeck. σ. 2. - Οὐδέποτε ἐν τῷ δοκίμῳ Ἀττικῷ λόγῳ. [νεŏχμ-, Αἰσχύλ. Πέρσ. ἔνθ’ ἀνωτ., Εὐρ. Τρῳ. 231, Βάκχ. 216, κτλ.].
|lstext='''νεοχμός''': -όν, = [[νέος]], ἀείποτε ἐπὶ πραγμάτων, [[μέλος]] ν. ἄρχε Ἀλκμὰν 1· νεοχμοῖς δὲ δὴ [[νόμος]] Ζεύς... κρατύνει Αἰσχύλ. Πρ. 150· κακὸν ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 693, Εὐρ. Ἱππ. 866· τὶ φροιμιάζει ν. ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 1162, πρβλ. Τρῳ. 260· μῦθοι [[αὐτόθι]] 231· σπάνιον παρὰ κωμ. καὶ μόνον ἐν λυρ. χωρίοις, ν. [[ἄθυρμα]] Κρατῖν. ἐν «Ὀδυσσεῦσιν» 16· [[τέρας]] Ἀριστοφ. Βάτρ. 1372, Θεσμ. 701. ΙΙ. ἐπὶ πολιτικῶν νεωτερισμῶν, νεοχμόν τι ποιέειν, Λατ. novas res tentare, Ἡρόδ. 9. 99, 104· οὐδενὶ νεοχμῷ ἀρεσκόμενος Δίων Κάσ. 38. 3· - ἐπίρρ. -ῶς, Ἱππ. 598. 12· «[[ποτέρως]] ἂν ἐθέλειεν διαλέγεσθαι ἀρχαίως καὶ ἀκριβῶς ἢ νεοχμῶς καὶ ἀμελῶς» Φρυνίχου Ἐπιστ. πρὸς Κορνηλιανόν, ἐν τῇ ἀρχῇ τῶν Ἐκλογῶν, ἔκδ. Lobeck. σ. 2. - Οὐδέποτε ἐν τῷ δοκίμῳ Ἀττικῷ λόγῳ. [νεŏχμ-, Αἰσχύλ. Πέρσ. ἔνθ’ ἀνωτ., Εὐρ. Τρῳ. 231, Βάκχ. 216, κτλ.].
}}
{{bailly
|btext=ός, όν :<br />nouveau, neuf.<br />'''Étymologie:''' [[νέος]].
}}
}}

Revision as of 20:03, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεοχμός Medium diacritics: νεοχμός Low diacritics: νεοχμός Capitals: ΝΕΟΧΜΟΣ
Transliteration A: neochmós Transliteration B: neochmos Transliteration C: neochmos Beta Code: neoxmo/s

English (LSJ)

όν,

   A = νέος, new, always of things (exc. S.Ant.156 (anap.)), μέλος ν. ἄρχε Alcm.1; νεοχμοῖς δὲ δὴ νόμοις Ζεὺς . . κρατύνει A.Pr.150 (lyr.); κακόν Id.Pers.693, E.Hipp.866 (lyr.); τί φροιμιάζῃ ν.; Id.IT1162, cf. Tr.260 (lyr.); μῦθοι ib.231 (anap.): rare in Com. (only in lyr.), ν. ἄθυρμα Cratin.145; τέρας Ar.Ra.1372, Th.701: also in Ion. (never in Att.) Prose, fresh, ν. ποιέειν τὸ φάρμακον Hp.Mul.2.133. Adv. -μῶς ib.1.16.    II drastic, ν. τι ποιέειν, i.e. mutiny, Hdt. 9.99, 104; οὐδενὶ ν. ἀρεσκόμενος D.C.38.3. [νεοχμ-, A.Pers.l.c., E.Tr. 231, Ba.216, etc.]

German (Pape)

[Seite 246] = νέος; νεοχμὸν τέρας, Ar. Th. 701, neu, unerwartet, τί δ' ἐστὶν οὕτω νεοχμὸν ἐξαίφνης, Soph. Phil. 741, vgl. Ant. 157; öfter bei Eur., νεοχμῶν μύθων ταμίας, Troad. 231, νεοχμὸν κακόν, Hipp. 866 Bacch. 216; νεοχμόν τι ποιέειν, von Neuerungen im Staate, Her. 9, 99. 104; Sp., wie Luc. – Bei D. Cass. 38, 3 auch ὁ νεοχμός, = νεόχμωσις.

Greek (Liddell-Scott)

νεοχμός: -όν, = νέος, ἀείποτε ἐπὶ πραγμάτων, μέλος ν. ἄρχε Ἀλκμὰν 1· νεοχμοῖς δὲ δὴ νόμος Ζεύς... κρατύνει Αἰσχύλ. Πρ. 150· κακὸν ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 693, Εὐρ. Ἱππ. 866· τὶ φροιμιάζει ν. ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 1162, πρβλ. Τρῳ. 260· μῦθοι αὐτόθι 231· σπάνιον παρὰ κωμ. καὶ μόνον ἐν λυρ. χωρίοις, ν. ἄθυρμα Κρατῖν. ἐν «Ὀδυσσεῦσιν» 16· τέρας Ἀριστοφ. Βάτρ. 1372, Θεσμ. 701. ΙΙ. ἐπὶ πολιτικῶν νεωτερισμῶν, νεοχμόν τι ποιέειν, Λατ. novas res tentare, Ἡρόδ. 9. 99, 104· οὐδενὶ νεοχμῷ ἀρεσκόμενος Δίων Κάσ. 38. 3· - ἐπίρρ. -ῶς, Ἱππ. 598. 12· «ποτέρως ἂν ἐθέλειεν διαλέγεσθαι ἀρχαίως καὶ ἀκριβῶς ἢ νεοχμῶς καὶ ἀμελῶς» Φρυνίχου Ἐπιστ. πρὸς Κορνηλιανόν, ἐν τῇ ἀρχῇ τῶν Ἐκλογῶν, ἔκδ. Lobeck. σ. 2. - Οὐδέποτε ἐν τῷ δοκίμῳ Ἀττικῷ λόγῳ. [νεŏχμ-, Αἰσχύλ. Πέρσ. ἔνθ’ ἀνωτ., Εὐρ. Τρῳ. 231, Βάκχ. 216, κτλ.].

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
nouveau, neuf.
Étymologie: νέος.