νηκτός: Difference between revisions
Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt
(6_11) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νηκτός''': -ή, -όν, ὁ νηχόμενος, ἀντίθετ. τῷ [[χερσαῖος]], Ἀριστ. π. Κόσμ. 6. 16, Πλούτ. 2. 636Ε· ἐπὶ ἰχθύος, Ἀνθ. Π. 4. 196· ἐπὶ τῆς ἀσπίδος τοῦ Ἀχιλλέως, ἣν ἡ [[θάλασσα]] ἐκόμισεν ἐπιπλέουσαν παρὰ τὸν τύμβον τοῦ Αἴαντος, [[αὐτόθι]] 9. 115: ἐν τῷ ἀέρι ὡς καὶ ἐν τῷ ὕδατι, Φίλων 1. 14· - τὸ νηκτόν, ἡ [[δύναμις]] τοῦ νήχεσθαι, κολυμβᾶν, Ἀνακρεόντ. 24. 5. | |lstext='''νηκτός''': -ή, -όν, ὁ νηχόμενος, ἀντίθετ. τῷ [[χερσαῖος]], Ἀριστ. π. Κόσμ. 6. 16, Πλούτ. 2. 636Ε· ἐπὶ ἰχθύος, Ἀνθ. Π. 4. 196· ἐπὶ τῆς ἀσπίδος τοῦ Ἀχιλλέως, ἣν ἡ [[θάλασσα]] ἐκόμισεν ἐπιπλέουσαν παρὰ τὸν τύμβον τοῦ Αἴαντος, [[αὐτόθι]] 9. 115: ἐν τῷ ἀέρι ὡς καὶ ἐν τῷ ὕδατι, Φίλων 1. 14· - τὸ νηκτόν, ἡ [[δύναμις]] τοῦ νήχεσθαι, κολυμβᾶν, Ἀνακρεόντ. 24. 5. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />qui nage.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de νήχομαι. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:03, 9 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A swimming, opp. χερσαῖος, Arist. Mu.398b31, cf. Plu.2.636e; ν. πλῆθος ἰχθύων Vett.Val.344.15, cf.AP 6.4 (Leon.); of a shield, ib.9.115; in air as well as water, Ph.1.14; τὸ πτηνὸν καὶ πεζὸν καὶ νηκτόν Gal.18(1).207; but τὸ ν. power of swimming, Anacreont.24.5.
Greek (Liddell-Scott)
νηκτός: -ή, -όν, ὁ νηχόμενος, ἀντίθετ. τῷ χερσαῖος, Ἀριστ. π. Κόσμ. 6. 16, Πλούτ. 2. 636Ε· ἐπὶ ἰχθύος, Ἀνθ. Π. 4. 196· ἐπὶ τῆς ἀσπίδος τοῦ Ἀχιλλέως, ἣν ἡ θάλασσα ἐκόμισεν ἐπιπλέουσαν παρὰ τὸν τύμβον τοῦ Αἴαντος, αὐτόθι 9. 115: ἐν τῷ ἀέρι ὡς καὶ ἐν τῷ ὕδατι, Φίλων 1. 14· - τὸ νηκτόν, ἡ δύναμις τοῦ νήχεσθαι, κολυμβᾶν, Ἀνακρεόντ. 24. 5.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui nage.
Étymologie: adj. verb. de νήχομαι.