πρόσφθογγος: Difference between revisions
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
(6_18) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πρόσφθογγος''': -ον, ὁ χρησιμεύων πρὸς πρόσφθεγξιν, χαιρετισμός, μῦθοι πρ., λόγοι χαιρετιστικοί, Αἰσχύλ. Πέρσ. 153· βοὰ πρ. σοι νόστου [[αὐτόθι]] 935. | |lstext='''πρόσφθογγος''': -ον, ὁ χρησιμεύων πρὸς πρόσφθεγξιν, χαιρετισμός, μῦθοι πρ., λόγοι χαιρετιστικοί, Αἰσχύλ. Πέρσ. 153· βοὰ πρ. σοι νόστου [[αὐτόθι]] 935. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui sert à adresser la parole <i>ou</i> à saluer.<br />'''Étymologie:''' [[προσφθέγγομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:03, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A addressing, saluting, μῦθοι π. words of salutation, A.Pers.153 (anap.); π. σοι νόστου βοά ib.935 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 786] anredend, begrüßend; προσφθόγγοις μύθοισι προσαυδᾶν Aesch. Pers. 149, vgl. 898.
Greek (Liddell-Scott)
πρόσφθογγος: -ον, ὁ χρησιμεύων πρὸς πρόσφθεγξιν, χαιρετισμός, μῦθοι πρ., λόγοι χαιρετιστικοί, Αἰσχύλ. Πέρσ. 153· βοὰ πρ. σοι νόστου αὐτόθι 935.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui sert à adresser la parole ou à saluer.
Étymologie: προσφθέγγομαι.